Σκέψεις CultArt: The Hours (Οι Ώρες)
«Δεν γίνεται να βρεις γαλήνη αποφεύγοντας τη ζωή» λέει η Βιρτζίνια Γούλφ στην ταινία «The Hours» (οι Ώρες) απευθυνόμενη στον σύζυγό της αλλά δίνει την αίσθηση ότι απευθύνεται στον ίδιο της τον εαυτό.
Η ταινία αυτή, εμπνευσμένη από το βιβλίο της Βιρτζίνια Γούλφ, «Κυρία Νταλογουέι», και βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Μάικλ Κάνιγχαμ μας περιγράφει μια μέρα τριών γυναικών που έζησαν σε διαφορετικές εποχές και μέρη. Συγκεκριμένα, της συγγραφέως Βιρτζίνια Γούλφ στην Αγγλία του 1920, της Λόρα Μπράουν που είναι μια έγκυος νοικοκυρά στο Λος Άντζελες του 1950 και της Κλαρίσα Βόγκμαν μια γυναίκα καριέρας στη Νέα Υόρκη στις αρχές του 2000.
Οι ιστορίες των τριών αυτών γυναικών ενώνονται από πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που φαινομενικά τις χωρίζουν. Τρεις γυναίκες που δεν χωράνε σε ρόλους, όπως αυτούς τους υπαγορεύει η κοινωνία. Τρεις διαφορετικές γυναίκες σε διαφορετικές εποχές με κοινές ανησυχίες και αγωνίες…με κοινή καθημερινότητα.
Η καταπίεση και η παγίδευση σε ρόλους που δεν ταιριάζουν στην προσωπικότητά τους είναι ένα από τα βασικά μοτίβα του έργου. Η ταινία αναδεικνύει με μεγάλη ακρίβεια τη ματαιότητα δημιουργίας καλουπιών, μέσα στα οποία γίνεται προσπάθεια με βία να χωρέσουν όλοι οι άνθρωποι παραγνωρίζοντας το γεγονός πως ο καθένας είναι μοναδικός…παραγνωρίζοντας τη διαφορετικότητα μεταξύ των ανθρώπων.
Ο βασικός κρίκος που ενώνει τις ζωές των τριών γυναικών είναι το μυθιστόρημα «Κυρία Νταλογουέι», καθώς η Βιρτζίνια είναι αυτή που γράφει την ιστορία, η Λόρα είναι αυτή που διαβάζει και ταυτίζεται πλήρως με την ιστορία του βιβλίου, ενώ η Κλαρίσα έχει επί της ουσίας κατακτήσει όσα επιθυμούσε η κα. Νταλογουέι.
Πιο συγκεκριμένα, η Βιρτζίνια Γούλφ στην Αγγλία του 1920 ζει σε μια επαρχία, όπου οι ρυθμοί της ζωής είναι εξωφρενικά αργοί. Η Βιρτζίνια ζει μέσα στην καταπίεση, καθώς της έχει επιβληθεί κοινωνικά να παίξει έναν ρόλο μέσα στον οποίο δεν μπορεί να χωρέσει -δηλαδή τον ρόλο της καλής συζύγου που μένει στο σπίτι της και κανονίζει όλα τα θέματα του νοικοκυριού. Αυτή η δυσβάσταχτη καθημερινότητα είναι που κάνει τη Βιρτζίνια να νιώθει παγιδευμένη μέσα στην ίδια της την ύπαρξη. Υποφέρει από φοβερούς πονοκεφάλους και δεν είναι λίγες οι φορές που αποπειράται να αυτοκτονήσει -γεγονός που εν τέλει συμβαίνει το 1941 και μάλιστα είναι η σκηνή με την οποία ξεκινά και τελειώνει η ταινία.
Λίγες δεκαετίες αργότερα η Λόρα στο Λος Άντζελες ζει φαινομενικά το Αμερικανικό Όνειρο. Βάσει κοινωνικών κανόνων έχει μια απόλυτα ευτυχισμένη ζωή, δεν της λείπει τίποτα. Όμως, αυτή η ζωή της καλής νοικοκυράς -όσο και αν υπάρχει ευμάρεια- δεν μπορεί να αποτελέσει δρόμο για την ευημερία και την ευτυχία που αναζητά. Διαβάζοντας την «Κυρία Νταλογουέι» ταυτίζεται απόλυτα. Νιώθει την ίδια καταπίεση και την ίδια παγίδευση σε έναν κοινωνικό ρόλο που δεν μπορεί με τίποτα να ταιριάξει. Στην αρχή αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Το μετανιώνει, όμως, και εν τέλει αποφασίζει να εγκαταλείψει την οικογένειά της. Η Λόρα παίρνει μια επαναστατική -για τα δεδομένα της εποχής- απόφαση αποτινάσσοντας από πάνω της τον ρόλο της «καλής συζύγου και νοικοκυράς». Μπορεί η Λόρα, με την απόφασή της αυτή, να μην έχει την τύχη της Βιρτζίνια που δεν κατάφερε να κάνει το ίδιο, όμως ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτής της επιλογής;
Σε αυτήν την ερώτηση έρχεται να απαντήσει η ιστορία της Κλαρίσα. Η Κλαρίσα ζει στη Νέα Υόρκη του 2000, έχει τη δουλειά της και συγκατοικεί με τη σύντροφό της -οι ομοφυλοφιλικές τάσεις είναι επίσης ένα κοινό στοιχείο και των τριών γυναικών, που όμως οι δύο πρώτες το καταπιέζουν. Παράλληλα, η Κλαρίσα συνεχίζει να είναι ερωτευμένη με τον Ρίτσαρντ, τον νεανικό της έρωτα, ο οποίος, όμως, πάσχει από AIDS και μένει μόνος του σε ένα σπίτι χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη φροντίδα -πέρα από την ίδια την Κλαρίσα που τον επισκέπτεται ορισμένες φορές.
Πλησιάζουν τα γενέθλια του Ρίτσαρντ και η Κλαρίσα προετοιμάζει ένα πάρτυ γενεθλίων-έκπληξη. Όμως, ο Ρίτσαρντ, που πέρα από AIDS πάσχει και από κατάθλιψη, καθώς δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει το γεγονός πως η μητέρα του τον εγκατέλειψε, όταν ήταν παιδάκι, αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια της Κλαρίσα. Σύντομα αποκαλύπτεται πως μητέρα του Ρίτσαρντ είναι η Λόρα Μπράουν, η οποία επισκέπτεται την Κλαρίσα, ενώ η ταινία ολοκληρώνεται, όπως ακριβώς ξεκίνησε, δηλαδή με την αυτοκτονία της Βιρτζίνια Γούλφ.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως όλοι οι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα πολύ δυσάρεστο τέλος σε μια προσπάθεια να αποδράσουν όλοι αρχικά από τον εαυτό τους και δευτερευόντως από έναν κόσμο που τους φέρεται σκληρά και άδικα. Η Βιρτζίνια Γούλφ αυτοκτονεί στην προσπάθειά της να αποδράσει από τον ρόλο που της επιτάσσει η κοινωνία και στον οποίο βρίσκεται απόλυτα παγιδευμένη. Η Λόρα Μπράουν, βρίσκει τη δύναμη να αποδράσει από τον ρόλο αυτόν, να σπάσει το στερεότυπο της «καλής νοικοκυράς» και να διεκδικήσει κάτι διαφορετικό. Όμως, στην προσπάθειά της αυτήν θα αντιμετωπίσει την παράπλευρη απώλεια του γιου της Ρίτσαρντ, ο οποίος, υπό το βάρος της μητρικής εγκατάλειψης που τον ακολουθεί σε όλη τη ζωή του αυτοκτονεί ο ίδιος. Τέλος, η Κλαρίσα, αν και φαινομενικά έχει όσα επιθυμούν, τόσο η Βιρτζίνια, όσο η Λόρα και η κα. Νταλαγουέι, επί της ουσίας έρχεται αντιμέτωπη με την απώλεια του μεγαλύτερου έρωτα της ζωής της αφήνοντάς την μισή.
Για διαφορετικούς λόγους, λοιπόν, ο κάθε χαρακτήρας καταλήγει μια σκιά του ίδιου του του εαυτού που συνθλίβεται από τις περιστάσεις, τα κοινωνικά «πρέπει» και την καθημερινότητά του -ακόμα και αν η καθημερινότητα των χαρακτήρων είναι τελείως διαφορετική. «Οι Ώρες» είναι μια ταινία που μας αναδεικνύει με περίτεχνο τρόπο το πόσο υποφέρει η γυναίκα, αλλά και ό,τι διαφορετικό, διαχρονικά μέσα σε μια ακραία συντηρητική και πουριτανική κοινωνία. Η ταινία αυτή δείχνει την προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του ρόλου της γυναίκας, ενώ παράλληλα μας ευαισθητοποιεί προς τους ανθρώπους που καταπιέζονται και πάσχουν από κατάθλιψη.
Ίσως, τελικά, η μεγαλύτερη επανάσταση να μην είναι ούτε ο συμβιβασμός, ούτε, όμως, και η αντίδραση στον συμβιβασμό. Ίσως, τελικά, η μεγαλύτερη επανάσταση να είναι απλά να είμαστε ο εαυτός μας και να δημιουργούμε μια καθημερινότητα που θα μας φέρνει πιο κοντά στον βαθύτερο εαυτό μας και όχι να μας απομακρύνει…όχι να μας αποξενώνει από αυτόν.
Ίσως, τελικά, να χρειάζεται, ο καθένας μας ξεχωριστά να δημιουργήσει μια καθημερινότητα που δεν θα αποφεύγει μα θα συναντά τη ζωή!
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου