Σκέψεις CultArt: Pulp - Τσαρλς Μπουκόβσκι

«Δόντια. Τι αναθεματισμένα πράγματα που είναι. Πρέπει να τρώμε. Και ξανατρώμε. Και να τρώμε πάλι. Και ξανά. Και ξανά. Είμαστε όλοι αηδιαστικοί, καταδικασμένοι να εκτελούμε τα μικρά, ασήμαντα, βρομιάρικα καθήκοντά μας» αναφέρει σε κάποιο σημείο του «Pulp» ο βασικός χαρακτήρας του βιβλίου, Νικ Μπελέιν, και καταφέρνει να περιγράψει και να αναλύσει με διεισδυτικότητα τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, της ύπαρξης άνευ νοήματος.
Έτσι είναι ο Μπουκόβσκι. Σε σοκάρει με την απλότητα και τον κυνισμό του. Σε σοκάρει με το μοναδικό του στυλ που εξευτελίζει με τον τρόπο του τη σημασία της ανθρώπινης ζωής, χωρίς, ωστόσο να είναι αρνητής της ζωής σε καμία περίπτωση.
«Αφιερωμένο στο κακό γράψιμο» είναι η αφιέρωση που κάνει στην αρχή του βιβλίου που έμελλε να είναι και το τελευταίο του και μας προϊδεάζει αμέσως για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.
Ο Νικ Μπελέιν, λοιπόν, είναι ο βασικός χαρακτήρας αυτού του αστυνομικού αλά Μπουκόβσκι μυθιστορήματος. Είναι ένας μάλλον αποτυχημένος -σχετικό είναι αυτό- ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο οποίος περιγράφεται ως μπεκρής, ξεχασιάρης, λούζερ και χωρίς οικογένεια. Ζει στο Λ.Α., στο Λος Άντζελες ή Λαμόγιων Αρχιδούπολις, όπως αναφέρει θέλοντας να περάσει και ένα πολύ καυστικό σχόλιο σχετικά με το αμερικανικό γίγνεσθαι της δεκαετίας του ’90.
Χρεώνει μόλις $6 την ώρα και αναλαμβάνει τις πιο απίστευτες υποθέσεις. Στην αρχή το βιβλίο ξεκινά με το τηλεφώνημα που λαμβάνει από τη Λαίδη Θάνατο, ίσως και ένας υπαινιγμός για την ηλικία του συγγραφέα, ο οποίος είναι κοντά στο τέλος της ζωής του. Η Λαίδη Θάνατος, λοιπόν, προσλαμβάνει τον Νικ Μπελέιν για να βρει τον Σελίν -τον γνωστό συγγραφέα- για να βεβαιωθεί αν, όντως, έχει πεθάνει. Παράλληλα, λαμβάνει ένα ακόμη τηλεφώνημα για μια υπόθεση που αφορά στο Κόκκινο Σπουργίτι, το οποίο καλείται να βρει. Λίγο αργότερα μπλέκει και σε μια υπόθεση όπου καλείται να εξιχνιάσει μια μοιχεία.
Μεταξύ όλων αυτών των υποθέσεων υπάρχει μπόλικο αλκοόλ, ιπποδρομίες, τσακωμοί σε μπαρ και ξεκαρδιστικοί διάλογοι. Ο Μπελέιν είναι ένας άνθρωπος δυστυχής, αλλά ποτέ μίζερος. Πάντα, ακόμα και μέσα από όλη αυτήν τη δυσκολία, θα βρει τον τρόπο να χαρεί αυτά που τον ευχαριστούν.
Μια τελείως αντισυμβατική ζωή που αποκρυσταλλώνεται μέσα από ένα τελείως αντισυμβατικό γράψιμο, τα οποία έχουν στον πυρήνα τους την ασημαντότητα της ύπαρξης με τέτοιον τρόπο, όμως, που δεν είναι ούτε κατά διάνοια υποβαθμιστικός, αντίθετα είναι βαθύτατα λυτρωτικός και απελευθερωτικός σε μια ζωή και σε έναν κόσμο που έχει θεσπιστεί η καταπίεση, σε έναν κόσμο που η άρνηση της επιθυμίας έχει γίνει ο κανόνας, καθώς όλοι έχουν να «υπηρετήσουν» τα «πρέπει» του περίγυρου, για να μπορέσουν να υπάρξουν με τους γύρω τους και καταλήγουν, όμως, σε ένα σημείο, όπου δεν μπορούν να υπάρξουν με τον εαυτό τους.
Καλύτερα, λοιπόν, ένας άφραγκος μπεκρής και μόνος, μα ελεύθερος ιδιωτικός ντεντέκτιβ, παρά ένα πλούσιο, βολεμένο και συμβιβασμένο γρανάζι του συστήματος.
Αυτό καταλαβαίνω εγώ μέσα από αυτό το τελευταίο βιβλίο ενός ελεύθερου πνεύματος, ενός αντισυμβατικού συγγραφέα.
Τελευταία αποστολή που αναλαμβάνει ως ιδιωτικός ντεντέκτιβ ο Νικ Μπελέιν είναι της Τζίνι, η οποία αποδεικνύεται, τελικά, πως είναι εξωγήινος και πως έχει έρθει μαζί με άλλους εξωγήινους από τον πλανήτη Ζόρος, διότι θέλουν να εποικίσουν τη Γη.
Είναι απολαυστικό το σημείο, όπου προς το τέλος του βιβλίου, ο Νικ βρίσκεται να τα πίνει σε ένα μπαρ μαζί με τον Θάνατο (Λαίδη Θάνατος) και έναν εξωγήινο (Τζίνι). Αφού η Λαίδη Θάνατος φεύγει από το μπαρ -είχε συστηθεί ως Λαίδη Τοσθάνα, για να μην καταλάβει η Τζίνι ποια είναι- μένει η Τζίνι με τον Νικ μόνοι στο μπαρ:
« “Μπελέιν θα πρέπει να φύγω, αναγκαστικά.”
“Καλά μην κάνουμε κι έτσι. Περίμενε να πιούμε ένα τελευταίο.”
“Δεν κατάλαβες, πρέπει να φύγω κανονικά, και εγώ και οι δικοί μου που έχουμε έρθει εδώ πρέπει να φύγουμε από…τη…Γη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σε συμπάθησα, μου άρεσες.”
“Λογικό αυτό” είπα γελώντας. “Αλλά γιατί πρέπει να φύγετε και εσύ και οι δικοί σου;”
“Το σκέφτηκα καλύτερα, είναι μια φρίκη. Δεν θέλουμε να εποικίσουμε τη Γη σας.”
“Τι είναι μια φρίκη Τζίνι;”
“Η Γη. Αιθαλομίχλη. Δολοφονίες. Μολυσμένη ατμόσφαιρα. Μολυσμένο νερό. Μολυσμένο φαγητό. Μίσος. Απελπισία. Τα πάντα. Το μόνο όμορφο πάνω στη Γη είναι τα ζώα και τώρα τα ξεπαστρεύετε κι αυτά, και σε λίγο δεν θα υπάρχουν παρά μονάχα κατοικίδιοι αρουραίοι και άλογα κούρσας. Είναι τόσο θλιβερό, και δεν απορώ που πίνεις τον άμπακο.”
“Όπως τα λες Τζίνι. Και μην ξεχνάς και τα πυρηνικά μας όπλα.”
“Ναι, βέβαια. Σαν να τον έχετε σκάψει πολύ βαθιά τον λάκκο σας, μου φαίνεται.”
“Ναι, ναι, μπορεί να αφανιστούμε από μόνοι μας μέσα σε δυο μέρες όλες κι όλες, ή να βαστήξουμε άλλα χίλια χρόνια. Δεν ξέρουμε τι από τα δύο θα γίνει, και γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο για τους πιο πολλούς ανθρώπους να νοιαστούν για οτιδήποτε.”
“Θα μου λείψεις, Μπελέιν. Εσύ και τα ζώα…”
“Δεν σε μέμφομαι που φεύγεις, Τζίνι…” »
Μέχρι και οι εξωγήινοι μετάνιωσαν να εποικίσουν τη Γη έτσι όπως την έχουμε κάνει. Αυτό μας λέει ο Μπουκόβσκι δια στόματος Τζίνι. Πόση αλήθεια μπορεί να χωρέσει ορισμένες φορές μέσα σε λίγες λέξεις και πώς φτάνει ένας μικρός διάλογος, για να μας βροντοφωνάξει τον παράλογο τρόπο που έχουμε μάθει να ζούμε ή μάλλον να υπάρχουμε. Μας δείχνει πώς στο όνομα της κοινής λογικής παραβιάζουμε μόνοι μας την κοινή λογική. Πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε, για να μπορούμε να υπάρχουμε…
«Ήταν ώρα για έναν απολογισμό. Για μια εμπέδωση των πραγμάτων. Σε γενικές γραμμές, είχα κάνει όλα όσα είχα βαλθεί να κάνω στη ζωή μου. Είχα κάνει κάποιες καλές κινήσεις. Δεν κοιμόμουν κάτω απ’ τις γέφυρες τις νύχτες. Φυσικά, υπήρχαν πολλοί καλοί άνθρωποι ανάμεσα σ’ αυτούς που κοιμούνταν κάτω απ’ τις γέφυρες τις νύχτες. Δεν ήταν ανόητοι, απλώς δεν ταίριαζαν στον μηχανισμό των καιρών. Ήταν ζοφερή η συγκυρία, κι αν κοιμόσουν στο δικό σου κρεβάτι τις νύχτες είχες ήδη μ’ αυτό καταφέρει μια γερή και πολύτιμη νίκη ενάντια στις δυνάμεις του Κακού. Ναι, υπήρξα τυχερός στη ζωή μου, αλλά κάποιες κινήσεις που είχα κάνει δεν στερούνταν εντελώς σκέψης και σχεδίου. Συνολικά όμως επρόκειτο για έναν απολύτως φρικαλέο κόσμο, και πολύ συχνά μ’ έπιανε λύπη για τους περισσότερους ανθρώπους που ζούσαν εδώ. Άσ’ τα να πάνε, λοιπόν. Πήρα τη βότκα απ’ το συρτάρι και ήπια μια γερή γουλιά. Συχνά, τα πιο ωραία διαστήματα στη ζωή είναι όταν δεν κάνεις τίποτε απολύτως, όταν απλώς συλλογιέσαι, όταν μονάχα χάνεσαι γιατί ρεμβάζεις. Πες, για παράδειγμα, ότι λες πως όλα είναι δίχως νόημα, και μετά λες ότι δεν μπορεί να είναι απολύτως δίχως νόημα αφού γνωρίζεις ότι όλα είναι δίχως νόημα, και συνεπώς το γεγονός ότι το γνωρίζεις πως όλα είναι δίχως νόημα σχεδόν τους δίνει νόημα. Με πιάνεις πού το πάω, ο δικός σου. Σ’ έναν οπτιμιστικό πεσιμισμό, εκεί το πάω».
Με οπτιμιστικό πεσιμισμό θέλησε να προσεγγίσει, λοιπόν, τη ζωή ο Τσαρλς Μπουκόβσκι και είναι τόσο αντιφατικό αυτό, όσο είναι και η ίδια η ζωή…
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου