Σκέψεις CultArt: Η Πτώση
Ο κάθε αναγνώστης που θα διαβάσει την «Πτώση» με το που τελειώσει την ανάγνωση θα απορήσει με το πόση αλήθεια μπόρεσε να χωρέσει ο Αλμπέρ Καμύ σε 114 σελίδες. «Η Πτώση» είναι από τα βιβλία που συγκλονίζουν για την ειλικρίνειά τους, για την ευστροφία του δημιουργού και για το σε πόσο βάθος διεισδύει η ανάλυση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και των θεμελίων της κοινωνίας.
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αφήγημα που έχει τη μορφή ενός διαλόγου-μονολόγου. Επί της ουσίας πρόκειται για διάλογο, όμως ο συνομιλητής του μοναδικού χαρακτήρα της «Πτώσης» δεν αποκρίνεται ποτέ ή, πιο σωστά, μαθαίνουμε τις απαντήσεις του μέσα από τις αντιδράσεις του βασικού χαρακτήρα, Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, όπου αποτελούν και διευκόλυνση της αφήγησης, καθώς πυροδοτούν τη σκέψη του Ζαν-Μπατίστ.
Το γεγονός ότι ο Ζαν-Μπατίστ απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο κάνει την αφήγηση άμεση και ζωηρή και εμπλέκει αμέσως τον αναγνώστη στη συζήτηση, καθώς δίνεται η αίσθηση πως ο αναγνώστης είναι ο βασικός συνομιλητής.
Ο Ζαν-Μπατίστ, λοιπόν, ήταν δικηγόρος στο Παρίσι, όμως, ένα συμβάν κάποιο βράδυ που διέσχιζε μία από τις γέφυρες του Σηκουάνα, σηματοδότησαν την προσωπική του πτώση. Πλέον αυτοαποκαλείται ως δικαστής-μετανοητής.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επιλογή του ονόματος που είναι Ζαν-Μπατίστ, δηλαδή Ιωάννης Βαπτιστής, αλλά και του επιθέτου, Κλαμάνς, το οποίο δανείζεται από τη λατινική φράση «Vox clamans in deserto», δηλαδή «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω».
Το επάγγελμά του ως δικαστής-μετανοητής έχει, επίσης, συμβολική χροιά, θέλοντας να μας υπερτονίσει πως ζούμε σε έναν κόσμο που είναι έτοιμος να δείξει με το δάχτυλο και να δικάσει πανεύκολα. Ακόμα και αν μετά μετανιώνει και έχει ενοχές, η μετάνοια αυτή είναι υποκριτική, διότι με την πρώτη ευκαιρία θα το ξανακάνει. Αυτή άλλωστε η υποκρισία είναι που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της «Πτώσης», η οποία είναι προσωπική, ηθική, κοινωνική.
«Δεν προσέξατε ότι η κοινωνία μας έχει οργανωθεί για τέτοιου είδους εκκαθαρίσεις; Θα ’χετε ακούσει, σίγουρα, για κείνα τα μικροσκοπικά ψάρια στα ποτάμια της Βραζιλίας, που επιτίθενται κατά χιλιάδες στον απρόσεχτο κολυμβητή και τον καθαρίζουν στο άψε σβήσε με μικρές γρήγορες μπουκιές, αφήνοντας μόνο έναν πεντακάθαρο σκελετό. Ε, λοιπόν, τέτοια είναι η οργάνωσή τους. “Θέλετε μια καθαρή ζωή; Όπως όλος ο κόσμος;” Λέτε, ναι φυσικά. Πώς να πείτε όχι; “Σύμφωνοι. Θα σας καθαρίσουμε. Ορίστε ένα επάγγελμα, μια οικογένεια, οργανωμένες ψυχαγωγίες”. Και τα μικρά δόντια επιτίθενται στο ψαχνό, μέχρι βαθιά στο κόκαλο. Μα είμαι άδικος. Δεν θα ’πρεπε να λέω η οργάνωσή τους. Στο κάτω κάτω, είναι η δικιά μας οργάνωση: το θέμα είναι ποιος θα καθαρίσει τον άλλο» λέει στην αρχή του βιβλίου και μας εντάσσει με χιουμοριστικό, αλλά και καυστικό τρόπο στην κοινωνία του μεταπολεμικού ανθρώπου.
Ξεκινά, λοιπόν, ο Ζαν-Μπατίστ να αφηγείται πράγματα για τη ζωή του. Στην αρχή αναφέρει τη ζωή του στο Παρίσι, όπου είχε μια «ευτυχισμένη» και «επιτυχημένη» ζωή σύμφωνα με τα προτάγματα της σύγχρονης κοινωνίας. Όμως, καθώς αφηγείται, ο Ζαν-Μπατίστ την ιστορία του έρχεται αντιμέτωπος με περιστατικά, τα οποία δεν μπορούν να κρύψουν την αλήθεια, όσο και αν περίτεχνα χρησιμοποιείται η έννοια της ηθικής, για να κρύψει κάτω από το χαλί την αθλιότητα και την υποκρισία του ατόμου, αλλά και της κοινωνίας. Διότι, στο τέλος της ημέρας, αυτό που αποκαλύπτεται βήμα-βήμα είναι μια ανθρώπινη ψυχή, η οποία έχει έρωτα με τον εαυτό της και που κάθε συμπεριφορά και πράξη της αποσκοπεί μόνο στην ανάδειξη και επιβεβαίωση του «εγώ». Σε σημείο που ο Ζαν-Μπατίστ αναφέρει πως δεν ήταν καλός δικηγόρος, για να αθωώνει τους αθώους, αλλά για να καλύπτει την ναρκισσιστική του εμμονή. Δεν παρείχε ελεημοσύνη επειδή οι άνθρωποι σε ανάγκη την χρειάζονταν, αλλά για να δει ο κοινωνικός περίγυρος ότι προέβη σε μια πράξη ελεημοσύνης και με αυτόν τον τρόπο να επιβεβαιώσει ότι έχει τη δύναμη να ασκεί εξουσία στους άλλους, για να θρέψει το «εγώ».
Το χειρότερο, όμως, από όλα είναι πως για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ο Ζαν-Μπατίστ δεν έβλεπε πίσω από τον «έρωτά του για δικαιοσύνη», πίσω από την «ελεημοσύνη» που παρείχε, πίσω από την «επιτυχία» του, πίσω από τον «ηθικό», «αλτρουιστικό» και «καλό» τρόπο ζωής που ήταν κρυμμένος ο τεράστιος έρωτας για τον εαυτό του, δεν έβλεπε τον εγωκεντρισμό και την εγωπάθεια που έφτανε σε άρρωστο σημείο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Ζαν-Μπατίστ να πιστέψει την υποκριτική του συμπεριφορά ως αληθινή. Πίστεψε το κίβδηλο αφήγημα του «ηθικού». Έπεσε θύμα της δικής του υποκριτικής συμπεριφοράς.
Χρησιμοποίησε τον πλούτο και τη γοητεία του εις βάρος των υπολοίπων. Συγκεκριμένα για τον πλούτο αναφέρει: «Θέλουν να γίνουν όλοι πλούσιοι. Γιατί; Αναρωτηθήκατε ποτέ; Για τη δύναμη, βέβαια. Ιδιαίτερα, ωστόσο, γιατί τα πλούτη σάς απαλλάσσουν από την άμεση κρίση, σας βγάζουν απ’ τον όχλο του υπόγειου μετρό, για να σας κλείσουν μέσα σε μια λιμουζίνα, σας απομονώνουν σε μεγάλα φυλασσόμενα πάρκα, σε βαγκόν-λι, σε καμπίνες πολυτελείας. Τα πλούτη, αγαπητέ φίλε, δεν είναι ακόμη η αθώωση, αλλά η αναστολή, κάτι που αξίζει πάντοτε τον κόπο να το παίρνουμε».
Όσο για τη γοητεία αναφέρει: «Ξέρετε τι είναι η γοητεία: ένας τρόπος ν’ ακούς να σου λένε ναι, χωρίς να έχεις κάνει καμία σαφή ερώτηση».
Τελικά γρανάζι κίνησης όλης της κοινωνίας ήταν η λογική του: «Τι σημασία έχει να ταπεινώνεις το πνεύμα σου, αν μ’ αυτόν τον τρόπο καταφέρνεις να εξουσιάζεις όλο τον κόσμο, έτσι δεν είναι;»
Ώσπου μια μέρα που περνούσε από μια γέφυρα του Σηκουάνα και άκουσε μέσα στο νερό να πνίγεται μια κοπέλα, αυτός στάθηκε, αλλά τελικά συνέχισε τον δρόμο του. Το περιστατικό αυτό ήταν που τον ξύπνησε από την υποκρισία που έως τότε είχε γίνει ένα με τη σάρκα του και αυτό είναι που αποτέλεσε την αφετηρία της προσωπικής του «Πτώσης».
Η «Πτώση», λοιπόν, είναι τρισδιάστατη: Είναι η πτώση της κοπέλας στον Σηκουάνα, η οποία αποτελεί τη σειρήνα αφύπνισης του Ζαν-Μπατίστ, ο οποίος συνειδητοποιεί την προσωπική του πτώση. Τέλος, η τρίτη διάσταση της πτώσης είναι η κοινωνική, καθώς είναι αυτή, που όχι απλά ανέχεται, αλλά επικροτεί και επιβραβεύει τον καθωσπρεπισμό, τους τύπους, το υποκριτικό «φαίνεσθαι», χωρίς να κοιτά την ουσία.
Μια κοινωνία σε «Πτώση» που χειροκροτεί τα άτομα σε μόνιμη «Πτώση», αυτό λέει ο Καμύ πως είμαστε και εμείς και ό,τι μας περιβάλλει.
Έτσι, λοιπόν, μετά από αυτό το καθοριστικό συμβάν της «Πτώσης» ο Ζαν-Μπατίστ αυτοεξορίζεται από το Παρίσι και βρίσκει το Άμστερνταμ, για να συνεχίσει τη ζωή του ως δικαστής-μετανοητής.
Η επιλογή του Άμστερνταμ σαφέστατα δεν είναι τυχαία. Επιλέγει την Ολλανδία «Γιατί η Ολλανδία δεν είναι μόνον η Ευρώπη των εμπόρων, αλλά κι η θάλασσα, η θάλασσα που οδηγεί στο Σιπάγκο και σ’ εκείνα τα νησιά όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν τρελοί κι ευτυχισμένοι. […] γιατί τα ομόκεντρα κανάλια του Άμστερνταμ μοιάζουν με τους κύκλους της Κόλασης, της αστικής κόλασης φυσικά, που είναι γεμάτη εφιάλτες. […] Εδώ είμαστε στον τελευταίο κύκλο.[…] το κέντρο των πραγμάτων είναι εδώ, παρόλο που βρισκόμαστε στην άκρη της ηπείρου».
Εκεί αρχίζει μια πιο εις βάθος αυτοκριτική, καθώς θεωρεί πως είναι η επιτυχία στις γυναίκες, η κοινωνική αναγνώριση, η δύναμη και ο πλούτος που τον έκαναν ματαιόδοξο, αλαζόνα, νάρκισσο και εγωκεντρικό. Εκεί ο Ζαν-Μπατίστ ανακαλύπτει πως όλη του τη ζωή ήταν ένας άνθρωπος με δύο πρόσωπα: «Έτσι είναι ο άνθρωπος, αγαπητέ κύριε, διπρόσωπος: δεν μπορεί ν’ αγαπά δίχως ν’ αγαπά τον εαυτούλη του».
Στο Άμστερνταμ ο Ζαν-Μπατίστ ανακαλύπτει την αυτοκριτική, αλλά και το πώς αυτή μπορεί εργαλειακά να χρησιμοποιηθεί, για να τραφεί πάλι το «εγώ». Τελικά, δηλαδή, ακόμα και όταν η «Πτώση» τον ταρακουνά, ο Ζαν-Μπατίστ θέλει να ξεχάσει όλους τους λόγους που τον οδήγησαν στο να κάνει αυτοκριτική και κάνει αυτοκριτική μόνο και μόνο, για να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση…για να δείξει με το δάχτυλο τους άλλους από θέση υπεροχής.
Ο Ζαν-Μπατίστ επιλέγει να μην βγάλει τη μάσκα. Επιλέγει να αφαιρεί το περιεχόμενο των λέξεων από τις πρακτικές του. Και μήπως δεν είναι αλήθεια αυτό; Μήπως όλοι μέσα μας, τελικά, υποκρινόμαστε ακόμα και όταν παραδεχόμαστε την υποκρισία μας; Μήπως η παραδοχή της υποκρισίας μας είναι μια ακόμη βαθύτερη πράξη υποκρισίας;
Η διεισδυτικότητα του Καμύ στα βάθη της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης ξεπερνάει κάθε προηγούμενο και αφοπλίζει τον κάθε αναγνώστη, ο οποίος παραλυμένος παρακολουθεί να ξεγυμνώνεται μπροστά του η αθλιότητα του εαυτού του και της ανθρωπότητας συλλήβδην:
«Πρώτα απ’ όλα, το είδατε κιόλας, προβαίνω σε δημόσιες εξομολογήσεις, όσο γίνεται πιο συχνά. Κατηγορώ τον εαυτό μου απ΄ όλες τις απόψεις. Δεν είναι δύσκολο, τώρα πια θυμάμαι. Προσοχή, όμως, δεν κατηγορώ τον εαυτό μου χοντροκομμένα, χτυπώντας το στήθος μου. Όχι, ελίσσομαι με ευστροφία, πολλαπλασιάζω τις αποχρώσεις και τις παρεκβάσεις επίσης, προσαρμόζω, τέλος, τα λόγια μου στον ακροατή και τον κάνω να υπερθεματίσει. Ανακατεύω όσα με αφορούν κι όσα αναφέρονται στους άλλους. Παίρνω τα κοινά χαρακτηριστικά, τις εμπειρίες που βιώσαμε μαζί, τις αδυναμίες που έχουμε από κοινού, τον σωστό τόνο, τον σύγχρονο άνθρωπο, τέλος, έτσι όπως τον νιώθω να βράζει μέσα μου και μέσα στους άλλους. Συνθέτω με όλ’ αυτά ένα πορτρέτο που είναι η προσωπογραφία όλων και κανενός. Ένα προσωπείο, με λίγα λόγια, κάτι σαν τις μάσκες του καρναβαλιού, που είναι πιστές και συνάμα απλοποιημένες και που, όταν τις αντικρίζουμε σκεφτόμαστε: “Για δες, τούτον εδώ κάπου τον ξέρω!” Όταν το πορτρέτο ολοκληρωθεί, όπως απόψε, το δείχνω γεμάτος θλίψη: “Αλίμονο! Να ποιος είμαι”. Το κατηγορητήριο τελείωσε. Ταυτόχρονα, όμως, το πορτρέτο που τείνω στους συγκαιρινούς μου γίνεται καθρέφτης».
Στις σελίδες αυτές απογυμνώνεται και καίγεται ο Καμύ, ο Ζαν-Μπατίστ, ο συνομιλητής του, εσύ, εγώ, ολόκληρη η ανθρωπότητα!
«Σκεπασμένος με στάχτες, ξεριζώνοντας αργά αργά τα μαλλιά μου, με το πρόσωπο χαραγμένο από νυχιές, αλλά με διαπεραστικό βλέμμα στέκομαι μπροστά σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, ανακεφαλαιώνω τις πομπές μου, χωρίς να μου διαφεύγει τίποτα από την αίσθηση που προκαλώ, και λέγοντας: “Ήμουν ο τελευταίος των τελευταίων”. Ανεπαίσθητα τότε, καθώς μιλώ, περνώ από το “εγώ” στο “εμείς”. Όταν φτάνω στο “να τι είμαστε”, το παιχνίδι έχει ολοκληρωθεί, μπορώ να τους πω και τις δικές τους αλήθειες. Είμαι κι εγώ σαν αυτούς, βέβαια, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Έχω, ωστόσο, μια υπεροχή: ότι το ξέρω, κι αυτό μου δίνει το δικαίωμα να μιλώ. Αντιλαμβάνεστε το πλεονέκτημα, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Όσο περισσότερο κατηγορώ τον εαυτό μου, τόσο περισσότερο έχω το δικαίωμα να σας κρίνω. Ακόμα καλύτερα δε, σας σπρώχνω να κάνετε την αυτοκριτική σας, πράγμα που μ’ ανακουφίζει πολύ. Αχ, αγαπητέ μου, είμαστε παράξενα, άθλια πλάσματα, και αρκεί να κάνουμε μια μικρή αναδρομή στη ζωή μας για να δούμε πως δεν μας λείπουν οι ευκαιρίες να εκπλαγούμε και να σκανδαλιστούμε. Δοκιμάστε. Θα ακούσω, να είστε βέβαιος, τη δική σας εξομολόγηση, με απέραντη αδελφοσύνη».
Και αν παρόλα αυτά μπορούσαμε να έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία; Θα ευχόμασταν να γυρίσει ο χρόνος πίσω και ως «δικαστές-μετανοητές» να τα κάναμε όλα αλλιώς εκείνο το βράδυ στον Σηκουάνα; Δηλαδή να σώζαμε την κοπέλα, για να σωθούμε εμείς οι ίδιοι. Σαφέστατα και θα το ευχόμασταν μόνο και μόνο, διότι γνωρίζουμε πως δεν πρόκειται να συμβεί. Ε, τι λες; Μια δεύτερη φορά;
«Δεύτερη φορά, ε, τι απερισκεψία! Για φανταστείτε, αγαπητέ μετρ, να παίρναν τα λόγια μας στα σοβαρά. Θα ’πρεπε τότε να το κάνουμε. Μπρρ…! Το νερό είναι τόσο κρύο! Αλλά δεν χρειάζεται ν’ ανησυχούμε! Είναι πολύ αργά τώρα, θα είναι πάντα πολύ αργά. Ευτυχώς!»
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου
Το βιβλίο «Η Πτώση» του Αλμπέρ Καμύ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη και μπορείτε να το προμηθευτείτε από εδώ