Σκέψεις CultArt: Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε; - Χρόνης Μίσσιος

Ο Χρόνης Μίσσιος στο δεύτερο βιβλίο του με έναν εξίσου ιδιαίτερο και άμεσο τίτλο, όπως αυτό του πρώτου του βιβλίου, πιάνει το νήμα της αφήγησης ακριβώς από εκεί που το άφησε στο «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».
Σε αυτό το βιβλίο με τίτλο: «Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε;» ο Χρόνης καταπιάνεται πάλι με δύσκολα θέματα, με θέματα που πολλοί από την κάθε είδους εξουσία θα ήθελαν να είχαν ξεχάσει, είτε η εξουσία αυτή λέγεται Καραμανλής, Παπαδόπουλος, Στάλιν, Εκκλησία είτε οτιδήποτε άλλο.
Κατά τη δική μου γνώμη το δεύτερο βιβλίο του δείχνει μια μεγαλύτερη συγγραφική ωριμότητα από το πρώτο, καθώς, αν και αναφέρεται πάλι σε προσωπικές εμπειρίες που έζησε όλα αυτά τα χρόνια των φυλακίσεων και των εξοριών, εντούτοις τα τοποθετεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Ορισμένα από τα θέματα που θίγει αφορούν τη Θρησκεία, την Πολιτική, τη Γλώσσα, την Παιδεία, τη Γυναίκα, τον Έρωτα, τη Φύση και πολλά ακόμη. Μέσα στις σελίδες αυτές που είναι γεμάτες χρώματα, αρώματα, συναισθήματα και αυθεντικότητα θα βρεις τον Χρόνη Μίσσιο τον ασυμβίβαστο, ο οποίος, για να μην προδώσει τα πιο βαθιά του πιστεύω -ακόμα και αν αυτά τον πρόδωσαν μετά- δεν δέχθηκε ούτε να χαμογελάσει στην εξουσία ακόμα και αν του έταξαν πως μετά θα τον άφηναν. Ένας ρομαντικός αγωνιστής που δεν κάνει βήμα πίσω σε ένα σύστημα διεφθαρμένο και φαύλο που ζει και τρέφεται από τις υποχωρήσεις τέτοιων ανθρώπων, που ζει και τρέφεται από τη μετατροπή των ανθρώπων σε ανθρωποειδών, από τη μετατροπή των ελεύθερων ανθρώπων σε ανθρώπους-γρανάζια ενός συστήματος που διαλύει την ανθρώπινη ζωή.
Έτσι, λοιπόν, ο Χρόνης, όταν η εξουσία τού ζητά να της χαμογελάσει, για να αφεθεί ελεύθερος, αυτός δεν το κάνει, εξού και ο τίτλος του βιβλίου. Δεν θα είναι ένα απλό χαμόγελο για τον Χρόνη, τον Μπελογιάννη, τον Λαμπράκη, τον Γκεβάρα ή τον Χριστό θα είναι η πλήρης αποκαθήλωση κάθε κυττάρου της προσωπικότητάς τους που με μόχθο και πραγματικό αγώνα έχουν χτίσει.
Ένα βιβλίο-κατάθεση ψυχής που είναι κατά της εξουσίας και της βίας, ένα βιβλίο που είναι υπέρ του Ανθρώπου και της Φύσης, ένα βιβλίο που είναι υπέρ της Ζωής.
«Ανάμεσα, λοιπόν, σε αυτά που διάβαζα για ευχαρίστησή μου, ήταν και η μυθολογία, που τη γουστάριζα πολύ. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση από τότε το γεγονός ότι όλη η μυθολογία και η θρησκεία των αρχαίων ημών προγόνων είχε ανθρώπινα μέτρα και ανθρώπινο πρόσωπο, καθώς και μια ουσιαστική αίσθηση ελευθερίας. Θεοί μπερμπάντηδες, μπεκρήδες, κλέφτες και πουτανιάρηδες… Εκείνος δε ο αρχηγός των θεών, ο Δίας, τι δεν έκανε για να ξενογαμήσει, αρσενικούς και θηλυκούς παρακαλώ. Πότε γινόταν, να πούμε, ταύρος, πότε κύκνος, πότε χρυσή βροχή… Τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου ήταν τόσο ρευστά, ώστε όλο το Πάνθεον του Ολύμπου και οι συν αυτώ, που λένε, πηγαινοέρχονταν στον κάτω και στον απάνω κόσμο, σαν να παίρνανε το βαποράκι Περαία-Μπαξέ και τανάπαλιν…» αναφέρει σε ένα σημείο και η εικόνα που μεταφέρει για τους θεούς, αλλά και την κοινωνία που τους δημιούργησε είναι τόσο διαφορετική από τη σημερινή. Θεοί και κοινωνία απελευθερωμένοι από τύψεις, ενοχές, ηθικές, αμαρτίες κτλ. Θεοί και κοινωνία εναρμονισμένοι με τα πάθη, τα συναισθήματα, τις ελευθερίες και τις ανελευθερίες τους, όχι μια κοινωνία που ζει σαν σκιά του εαυτού της, μέσα στην ενοχή για κάθε απόλαυση που έχει.
Ή παρακάτω μιλώντας για την εξουσία αναφέρει: «Οι Θεσπιείς λοιπόν, επειδή οι κυβερνήσεις τους μήδισαν, όπως λένε, δηλαδή χέστηκαν απάνω τους, όπως κάνουν όλες οι κυβερνήσεις και οι εξουσίες όταν πρόκειται για εχθρό που υπερτερεί σε δύναμη, όπως θα έλεγε και ο Βαγγέλης… Ρε συ, δεν υπάρχουν πιο απάτριδες από τις κυβερνήσεις και τις εξουσίες γενικά. Ξέρεις γιατί; Για να μην χάσουν την εξουσία τους. Για την υπεράσπιση της εξουσίας τους κάνουν τα πάντα, από γενοκτονίες του ίδιου του λαού τους μέχρι κώλο στους κατακτητές. Έτσι και δω, δήλωσαν υποταγή στους Πέρσες, είπαν συμμορίτες όσους διαφώνησαν, και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα, που λένε… Έλα όμως που υπάρχουν πάντα κάτι κουτσάβια, που πότε λέγονται Θεσπιείς, πότε λέγονται χριστιανοί, πότε λέγονται Ίωνες, πότε ζηλωτές και πότε κομμουνιστές, που τους χαλάνε τη μανέστρα και κρατάνε ανοιχτό το δρόμο του ανθρώπου… Μη σ’ τα πολυλογώ εφτακόσιοι Θεσπιείς πήραν το δισάκι τους, ρίξανε μέσα κάνα δυο κεφάλια σκόρδο, ψωμί κι ελιές, και χωρίς καμία εντολή από κανέναν κερατά, αλλά επειδή πιστεύανε σε κάποιες αξίες, και κυρίως στο δικαίωμα να αρνούνται την υποταγή στον ισχυρότερο, πήγαν στις Θερμοπύλες, πολέμησαν γι’ αυτά που πίστευαν και πέθαναν όλοι τους… Τώρα είναι θαμμένοι κάτω από την άσφαλτο, μαζί με τους δούλους των Τριακοσίων, όλοι τους ξεχασμένοι από την ιστορία, η οποία θυμάται και τιμά μόνο εκείνους που πήραν εντολή από την εξουσία για να πεθάνουν, κι όχι εκείνους που πίστευαν σε κάτι και γι’ αυτό πέθαναν. Όπως βλέπεις, η συνέχεια της εξουσίας εξασφαλίζεται με όλα τα μέσα. Χέσ’ τα, μην ανοίξω πάλι το στόμα μου για τους δικούς μας, που γράφουν αβέρτα στ’ αρχίδια τους όσους πολεμάν και πεθαίνουν έξω από την εντολή του κόμματος, τροτσκιστές, αναρχικούς, βελουχιώτηδες και λοιπά… Τελικά, να σου πω, έχω καταλήξει ότι όλες οι εξουσίες, με τις παραλλαγές τους βέβαια και τις ιδιομορφίες τους, σε ό,τι αφορά την ουσία τους έχουν μια τρομαχτική αλληλεγγύη μεταξύ τους. Τι να πεις… Πιστεύω ότι ο άνθρωπος θα καταφέρει να ζήσει σαν άνθρωπος όταν καταφέρει ν’ απαλλαγεί απ’ όλες τις εξουσίες, τις αυθεντίες και τις ιεραρχίες του κερατά…»
Άρα, ο Χρόνης προτείνει να απαλλαγεί ο άνθρωπος από την εξουσία και την καταπίεση ή αν δεν μπορεί να το κάνει τουλάχιστον ας αρχίζει να γράφει την ιστορία κάθετα και όχι οριζόντια, λαμβάνοντας υπόψιν τη διαφορετικότητα του καθενός και της καθεμιάς, ούτως ώστε να επιλέγει μετά προσεκτικά το ποιος θα τον εξουσιάζει και αν μη τι άλλο, αυτός που, τελικά, θα αναλάβει την εξουσία θα απευθύνεται σε άτομα με όνειρα και συναισθήματα, όχι σε απρόσωπες μάζες!
«Μόνο λοιπόν όταν μπορέσουμε να συλλάβουμε την ιστορία σαν πολυκύμαντη κίνηση κόσμων ολόκληρων, όπως είναι ο κάθε άνθρωπος, σαν πολυκύμαντη κίνηση από γαλαξίες ανθρώπινων ιστοριών, μόνο όταν θα μπορέσουμε να καταξιώσουμε στη συνείδησή μας το άτομο ως τον πρωτογενή παράγοντα του πολιτισμού, που η ενότητά του με τους άλλους ανθρώπους επιτρέπει την παραγωγή και την εξέλιξή του, τότε ίσως θα μπορέσουμε να αναγνώσουμε την σκοπιμότητα και την αναγκαιότητα του ιστορικού γεγονότος, των επιλογών και των ιδεολογιών…Όταν δηλαδή ξέρουμε τι σημαίνει αυτό το γεγονός για τον Γιώργο, για την Ελένη, για τον Γιάννη, για τη Ρηνιώ… Όταν δηλαδή δεν αποσπούμε καμιά στιγμή μέσα στην πάλη για την πραγμάτωση του ανθρωπιστικού μας σκοπού, από την συγκεκριμένη υπεράσπιση της ζωής του κάθε ανθρώπου… Σκεφτείτε, κύριε, αν μπορούσαμε να ξέρουμε την ατομική ιστορία, τα ονόματα, το χαμόγελο, τα όνειρα, τις αγάπες, τις επιθυμίες και τις δημιουργικές ικανότητες των εκατομμυρίων νεκρών των πολέμων, αν τους γνωρίζαμε σαν τ’ αδέρφια μας, σαν τους ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί και ονειρευτήκαμε μαζί, τι διάσταση θα είχε για μας η ανθρώπινη ιστορία και πόσο άγρυπνη και προσεκτική θα ήμασταν σε κάθε επιλογή της εξουσίας, σε κάθε ιδεολογική πρόταση… Αν η συνείδηση και η γνώση του ανθρώπου μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο να ερμηνεύει μ’ αυτή την ανθρώπινη έγνοια την είδηση “εκατό χιλιάδες νεκροί” ή “ένας άνθρωπος βασανίζεται σε κάποιο άντρο της εξουσίας”… Αν μπορούσε να ταυτιστεί μαζί του, να τον νιώσει ως εαυτόν… Ζήσαμε την ομορφιά των πιο γενναιόδωρων ιδεολογιών και χάσαμε τον άνθρωπο μέσα στον ουμανισμό τους… Δεν μπορούμε πια ν’ αποδεχτούμε τη μακιαβελική αντίληψη της ιστορίας, ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, γιατί εμείς ξέρουμε πια ότι και ο πιο γενναιόδωρος ανθρωπιστικός σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά αντίθετα προδίδεται απ’ αυτά. Είναι οδυνηρά βιωμένο ιστορικά ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε καμιά κατεύθυνση ανθρώπινου πολιτισμού, όταν δεν επαγρυπνούμε και δεν υπερασπιζόμαστε αδιάλλακτα την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, την ατομική ελευθερία του ανθρώπου, το σεβασμό της ιδιαιτερότητας του, τις διαφορετικές φιλοσοφικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές του πεποιθήσεις, αν δεν διασφαλίζουμε σε κάθε βήμα και σε κάθε στιγμή τις διαδικασίες εκείνες που θα επιτρέπουν την εκρηκτική άνθηση της προσωπικότητας του ατόμου, την ελεύθερη ανάπτυξη αυτού του ιδιαίτερου και μοναδικού κόσμου που είναι ο καθένας από μας…».
Ας γράψουμε, λοιπόν, όλοι μαζί την ιστορία κάθετα και όχι οριζόντια και ας λάβουμε υπόψη τους φόβους, τις αγωνίες, τις επιθυμίες και τα όνειρα τα δικά μας, του αδελφού μας, της φίλης μας, του περαστικού που θα συναντήσουμε σήμερα στον δρόμο, πριν αποφασίσουμε από ποιον θέλουμε να κυβερνιόμαστε και, αν αυτός που επιλέγουμε, θέλουμε να μας κυβερνά σαν μια άβουλη μάζα ή σαν ξεχωριστούς ανθρώπους με προσωπικότητα και με έναν μοναδικό λόγο ύπαρξης. Ας γράψουμε την ιστορία κάθετα… η διαφορετικότητά μας είναι η πηγή της δύναμής μας…
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου