Σκέψεις CultArt: 17 Κλωστές (Μέρος τέταρτο)
Είναι συγκλονιστικό το πώς με την πάροδο του χρόνου ο Καστελάνης αλλάζει ολοκληρωτικά. Όντας πια κλεισμένος στο Μπούρτζι σκοτώνει άλλον έναν μέσα στη φυλακή, και όχι έναν οποιονδήποτε φυλακισμένο, αλλά εκείνον τον φυλακισμένο που από τη πρώτη στιγμή του ασκεί ψυχολογική βία -με αποκορύφωμα το σπάσιμο της λύρας του Αντώνη. Την ίδια στιγμή ο διευθυντής των φυλακών του λέει: «Ο νόμος λέει για αυτό που έκανες: Ή να εκτελεστείς ή να εκτελέσεις. Νεκρός ή Δήμιος».
Ο Καστελάνης επιλέγει τελικά να γίνει δήμιος, διότι πιστεύει πως με αυτόν τον τρόπο βοηθάει στο να «ξεβρωμίσει» ο κόσμος και μάλιστα, ενώ οι δήμιοι έκρυβαν με κουκούλα το πρόσωπό τους, αυτός, λίγο πριν τις εκτελέσεις, την έβγαζε για να φαίνεται στον κόσμο το πρόσωπό του -δείγμα για το πόσο υπερήφανος ήταν για αυτό που έκανε.
Στο τελευταίο του επισκεπτήριο τον επισκέπτεται ο φίλος του από τον Πειραιά, ο Δημήτρης, ο οποίος, ανάμεσα σε άλλα, του λέει αφοπλιστικά πως «δεν διορθώνεται το άδικο με άδικο, φίλε», ενώ παράλληλα τον ρωτάει να του πει τι είναι αυτό που θα έλεγε σε όλους αυτούς που σκότωσε και στους γονείς του, αν, όταν πεθάνει, τους συναντήσει. Η ερώτηση αυτή δίνει τη δυνατότητα να ξεδιπλώσει τη σκέψη του ο Καστελάνης:
«[Στους γονείς μου] αφήνω την παιδική μου ανάμνηση […] να με θυμούνται παιδάκι. Στους φίλους μου, αν είχα ποτέ κάποιον πραγματικό, αφήνω την ευκαιρία να υποφέρουν […] Στους εχθρούς μου αφήνω τη μουσική μου, Δημήτρη, για να χορεύουν πάνω από το πτώμα μου και να μου ρίχνουν ανάθεμα. Σε όσους τάισα στα σκουλήκια, αφήνω την ικανοποίηση πως σε λίγο θα με φάνε και μένα. Και σε όσους άφησα να ζήσουν, τους αφήνω έναν κόσμο άδικο και τους ζητάω συγγνώμη που δεν τους σκότωσα κι αυτούς. Όσο για τον θεό, Μήτσο, που είναι καλός και δίκαιος, άμα τον συναντήσω, ένα πράμα θα τον ρωτήσω: Πώς δέχθηκε να βάψω τα χέρια μου με αίμα;».
Αυτά είναι τα τελευταία λόγια του Αντώνη στον φίλο του, Δημήτρη, που είχε έρθει στο επισκεπτήριο της φυλακής στο Μπούρτζι, πριν κατευθυνθεί στον κουρέα της φυλακής, καθώς συνήθιζε να πηγαίνει πάντα μια μέρα πριν εκτελέσει κάποιον.
Εκεί, όμως, ο κουρέας, έχοντας συνεννοηθεί με φίλους του κρατούμενου που είχε σκοτώσει ο Καστελάνης νωρίτερα, θα του κόψει τον λαιμό. Ο Καστελάνης θα σωριαστεί στο πάτωμα, ενώ αιμορραγεί ακατάσχετα. Την ώρα που ξεψυχά του έρχεται στο μυαλό το πώς θα ήταν η ζωή του, αν δεν τον είχε παγιδεύσει ο Σκαλέρης και αν όλα κυλούσαν ομαλά και ευτυχισμένα στη ζωή του.
Όμως, ακόμα και μετά από όλα αυτά που έχει περάσει ο Καστελάνης από την κοινωνία και τους κανόνες της, την ύστατη στιγμή, στο μυαλό του έρχεται μια ευτυχισμένη ζωή, η οποία όμως συμβαδίζει με τους κανόνες της κοινωνίας. Τελικά, δηλαδή, ο Καστελάνης παραμένει και μετά από όλα αυτά παγιδευμένος στους κανόνες της κοινωνίας και στην κοινή γνώμη, καθώς ακόμα και σαν τελευταία σκέψη, υποσυνείδητα, εναρμονίζει την ευτυχία του με την ευτυχία που ορίζει η κοινωνία. Δεν καταφέρνει ούτε μετά από όλα αυτά που συνέβησαν να διανοηθεί το πως μπορεί να υπάρξει ευτυχία έξω από τα κοινωνικά πρότυπα και τους κοινωνικούς κανόνες -γεγονός που, κατά την εκτίμηση μου, κάνει ακόμα πιο τραγική τη φιγούρα του Καστελάνη.
Είναι, επίσης, συγκλονιστικό το γεγονός πως με τον τρόπο που παρουσιάζεται η ευτυχισμένη εκδοχή της ζωής του Καστελάνη, φαίνεται σαν να είναι κάτι μακρινό, κάτι φανταστικό, κάτι άπιαστο. Φαίνεται πως είναι κάτι άπιαστο, το να υπάρχει ευτυχία και πως τα μέλη της κοινωνίας να είναι χαρούμενα το ένα για το άλλο. Αντίθετα αυτό που είναι υπαρκτό, αυτό που είναι απτό είναι αυτή η ακραία ιστορία. Οφείλουμε όλοι να αντιληφθούμε πως ο τρόπος που έχει οργανωθεί η κοινωνία είναι ακραίος, ο τρόπος που ζει ο μέσος άνθρωπος είναι ακραίος. Η βία υπάρχει παντού μέσα μας και γύρω μας. Απλά δεν καταλαβαίνουμε το πόσο ακραία ζούμε, διότι έχουμε κανονικοποιήσει την ακρότητα και έχουμε δικαιολογήσει στο μυαλό μας το καθετί που κάνουμε, καθώς αυτό το κάτι πάντα υπάγεται σε έναν κοινωνικό σκοπό. Ίσως, να βγάζαμε τις παρωπίδες και να ανοίγαμε το μυαλό και τα μάτια μας.
Η ιστορία αυτή είναι τόσο αληθινή που σε συγκλονίζει η ειλικρίνειά της. Σε συγκλονίζει το πώς όλη αυτή η νοσηρότητα, πρωτίστως κοινωνική, υπάρχει μέσα μας και γύρω μας. Η πιο συγκλονιστική διαπίστωση είναι πως η κοινωνία, περίπου 120 χρόνια μετά, παραμένει αμετακίνητη.
Η κοινωνία είναι ένα κτήνος από μόνη της πριν θρέψει τα «τέρατά» της. Οι «κανόνες της κοινωνίας», ο «σωστός» τρόπος ζωής, το «τι θα πει ο κόσμος» και το «αόρατο πρέπει» που παραμερίζει διαρκώς το «ορατό θέλω» εμπεριέχουν όλα τα νοσηρά στοιχεία που φέρνουν την ίδια την κοινωνία και τα μέλη της κάθε μέρα ένα βήμα πιο κοντά στην αυτοκαταστροφή. Μέσα σε αυτά συνθλίβονται καθημερινά οι ψυχές των ανθρώπων.
Διαρκώς έρχεται το ερώτημα για το ποιος είναι χειρότερο «τέρας», ο Αντώνης ή αυτοί που όπλισαν το χέρι του Αντώνη. Η απάντηση νομίζω είναι πως και οι δύο μεριές είναι ταυτόχρονα θύτες και θύματα. Τα μέλη της κοινωνίας είναι θύματα των συναναστροφών τους, της ελλιπούς παιδείας και της κρατικής προπαγάνδας, η οποία πάντα δημιουργεί αφηγήματα για να ελέγχει μέχρι και τις σκέψεις των πολιτών της. Από την άλλη ο Αντώνης είναι θύμα των θυμάτων, ενώ οι άνθρωποι που σκότωσε ο Αντώνης είναι θύματα του θύματος των θυμάτων. Με άλλα λόγια, όλα μέσα μας και γύρω μας οδηγούν στη βία -ακόμα και αν η μορφή της αλλάζει, ακόμα και αν χρησιμοποιείται ο λόγος ή το μαχαίρι.
Από την άλλη, το μόνο σίγουρο είναι πως η δολοφονία δεν οδηγεί πουθενά, καθώς, όπως λέει και ο Δημήτρης: «Δεν διορθώνεται το άδικο με άδικο». Στο μυαλό του, ο Καστελάνης θεωρούσε πως έσωζε τα μικρά παιδιά και τις γυναίκες που δολοφονούσε από τον πόνο που βίωσε αυτός. Όμως, το να αποφασίζεις εσύ για τους άλλους, ακόμα και αν θες να αποφασίσεις για αυτό που νομίζεις πως είναι το «καλό» τους, είναι η χειρότερη μορφή φασισμού. Ο τρόπος που σκεφτόταν και λειτουργούσε ο Καστελάνης, όταν δολοφονούσε αθώο κόσμο, θυμίζει την «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, η οποία με τη σειρά της σκότωνε τα μικρά κορίτσια, για να μην έρθουν αντιμέτωπες με μια μισογύνικη και πατριαρχική κοινωνία που βιάζει τα σώματα και τις ψυχές των γυναικών. Δεν είναι τυχαίο πως και οι δύο χαρακτήρες υπήρξαν -φανταστικά ή μη- σε κοντινές χρονικές περιόδους και έζησαν μέσα σε πανομοιότυπες κοινωνίες.
Τέλος, η Άννα -ίσως ο χαρακτήρας με την περισσότερο επαναστατική ψυχή- θύμα και αυτή της κοινωνίας, αλλά και της εμπιστοσύνης που έδειξε στα πιο κοντινά της πρόσωπα -κυρίως στην αδελφή της- συγκινεί με την πραγματική αγάπη της στον Αντώνη. Για να σώσεις, όμως, μια αληθινή αγάπη, οφείλεις να μάθεις να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους και να μην εμπιστεύεσαι αυτούς που σε διαλύουν καθημερινά -συνήθως αυτοί προέρχονται από την ίδια σου την οικογένεια. Σίγουρα, στο σημείο αυτό της ιστορίας κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Καστελάνη, ο οποίος στην πορεία άλλαξε και δεν μπορούσε να είναι πια ο ίδιος ούτε απέναντι στην Άννα -όσο και αν συνέχιζε να την αγαπά. Αν δεν έφευγε μακριά, αυτό που θα γινόταν θα ήταν για μια ζωή να συγκρούεται στο μυαλό της Άννας ο Αντώνης που είχε στο μυαλό της με τον πραγματικό Αντώνη που είχε μπροστά της -γεγονός που μόνο δυστυχία θα μπορούσε να δημιουργήσει.
Η ιστορία αυτή μας δίνει πολλά διδάγματα, μα αν πρέπει να κρατήσουμε το σημαντικότερο, αυτό θα ήταν να μην κρίνουμε τους άλλους, ιδίως τους διαφορετικούς «άλλους», ας τους αφήσουμε ελεύθερα να εκφράζονται μέχρι εκείνο το σημείο που δεν ενοχλούν κανέναν άλλον. Ας σταματήσουμε να βγάζουμε συμπεράσματα για τους άλλους και ας προσπαθήσουμε να τους ερμηνεύσουμε. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να τους αποδεχτούμε και να ζήσουμε όσο πιο αρμονικά μπορούμε. Όσο μπορούμε, ας μη μισούμε. Όσο μπορούμε ας αλλάξουμε τους εαυτούς μας και ας σταματήσουμε να δείχνουμε με το δάχτυλο τον οποιοδήποτε «άλλον». Πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε, για να μπορούμε να υπάρχουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου