Σκέψεις CultArt: 17 Κλωστές (Μέρος τρίτο)
Μια μέρα, σαν όλες τις άλλες, ο Καστελάνης γυρίζει από τη δουλειά στα χωράφια στο σπίτι και βρίσκει τη μητέρα του να κείτεται νεκρή στο πάτωμα του σπιτιού. Όμως, αυτό δεν θα είναι το τελειωτικό χτύπημα για αυτόν. Αμέσως, ο Αντώνης τρέχει στον παπά του χωριού, για να έρθει να πάρει το πτώμα της μητέρας του και να γίνουν οι απαραίτητες ετοιμασίες για την κηδεία.
Ο παπάς του χωριού τον διαβεβαιώνει πως όλα θα γίνουν «όπως πρέπει», όμως δεν τηρεί τον λόγο του, καθώς αρχίζει να αμφιβάλλει για το, αν έχει πεθάνει ή έχει αυτοκτονήσει. Η γυναίκα του, η οποία εκείνη τη στιγμή αποτελεί τον γνήσιο εκπρόσωπο της κοινωνίας, του λέει πως δεν πρέπει να ρισκάρει και να πάρει πάνω του «το κρίμα».
Ενώ, λοιπόν, ο παπάς του χωριού αποφασίζει πως η μάνα του Καστελάνη δεν αξίζει ταφή, στο σπίτι του Καστελάνη διαδραματίζεται η πιο συγκλονιστική σκηνή. Ο Καστελάνης, καθισμένος στο πάτωμα, κοιτάζει χαμένος το πτώμα της μάνας του, καπνίζει χασίς και περιμένει τον παπά να έρθει, όπως του είχε υποσχεθεί.
Περνάνε 1-2 μέρες και ο Καστελάνης βλέπει σιγά-σιγά το σώμα της μάνας του να σαπίζει και τον παπά να μην έρχεται. Η μυρωδιά από το πτώμα είναι δυσβάσταχτη, ο πόνος στην ψυχή του Αντώνη το ίδιο δυσβάσταχτος. Μέχρι που η συσσωρευμένη για χρόνια αδικία, που κάθε φορά έχει όλο και πιο άγρια μορφή, με αποκορύφωμα το σαπισμένο πτώμα της μάνας του που έχει μπροστά του, συνδυασμένη με το χασίς και τις παραισθήσεις που βλέπει, οπλίζουν το χέρι του και κινεί θολωμένος προς το χωριό του θείου του από τον Πειραιά που έχει έρθει στα Κύθηρα για διακοπές.
Με ένα μαχαίρι στο χέρι, πνιγμένος από την αδικία και θολωμένος από οργή κατά της κοινωνίας, ο Καστελάνης, σαν μια τρομακτική φιγούρα πια, μπερδεύει τα χωριά και κατευθύνεται σε ένα γειτονικό χωριό. Εκεί, θα κάνει κάτι φρικτό: Θα σκοτώσει όποιον βρει μπροστά του αδιακρίτως. Σκοτώνει παιδιά, μια έγκυο γυναίκα και άλλες γυναίκες, ηλικιωμένους…στην κυριολεξία όποιον βρει μπροστά του. Ο λόγος που σκοτώνει άγνωστους προς αυτόν ανθρώπους είναι διότι θέλει να τους «σώσει από την κοινωνία».
Βουτηγμένος στα αίματα, με βλέμμα σαλεμένο, με το σώμα του να σπαρταράει ολόκληρο και ουρλιάζοντας το όνομα του θείου του που αποζητά μανιωδώς, ο Καστελάνης σκοτώνει 15 άτομα, πριν τον λαβώσει με τουφέκι ο παπάς εκείνου του χωριού.
Λαβωμένος πια ο Καστελάνης παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Φτάνει σπίτι του μέσα στα αίματα αφήνει το ματωμένο μαχαίρι παίρνει αγκαλιά το σάπιο πτώμα της μάνας του και κοιμάται, ενώ παραληρεί.
Την επόμενη μέρα και, ενώ φοράει ακόμη τα καταματωμένα ρούχα του, ψάχνει μανιακά να βρει το δαχτυλίδι αρραβώνων του με την Άννα, που είχε πετάξει πάνω στον θυμό του λίγες ημέρες πριν. Είναι πια ό,τι έχει απομείνει από τη χαρούμενη ζωή του, η οποία έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Το ίδιο βράδυ, τον βρίσκουν οι φύλακες στο σπίτι του και τον συλλαμβάνουν, ενώ αυτός αναφωνεί πάνω στην ένταση της σύλληψης: «Για ποιο πράγμα; Δεν έκαμα εγώ το κακό. Εγώ το διόρθωσα μόνο!» και λίγο μετά «Τους έσωσα από το κακό και το άδικο».
Την επόμενη μέρα, όλο το νησί μαθαίνει για τη σύλληψη του Αντώνη. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα γεγονότα, η σύλληψη του Αντώνη το μόνο που κάνει, φαινομενικά, είναι να βγάζει σωστή την αποκτηνωμένη τοπική κοινωνία, καθώς τελικά «είχαν δίκιο από την πρώτη στιγμή». Ο Σκαλέρης φτάνει σε σημείο να πιστέψει το ψέμα του.
Η μόνη διασωθείσα ψυχή, ενδεχομένως, να είναι του παπά Αλέξη, ο οποίος αν και αργά μετανιώνει για ό,τι έκανε, θάβει τη μητέρα του Αντώνη και ύστερα τού πηγαίνει στο κρατητήριο τη λύρα του, για να την έχει μαζί του στη φυλακή σαν παρηγοριά.
Παράλληλα, την ώρα που οδηγούν στο τμήμα τον Αντώνη και, ενώ όλη η κοινωνία έχει βγει να τον λιντσάρει, η Αντζολέτα, η γυναίκα του Σκαλέρη, τρέχει ξοπίσω του και κραυγάζει συνεχώς τη λέξη: «συγγνώμη», την οποία τυχαίνει να ακούσει και ο άλλοτε φίλος του Αντώνη που επίσης του γύρισε την πλάτη.
«Αμαρτία είναι να είσαι ηθική, για να σου πουν οι άλλοι πως είσαι ηθική. Να ζεις τη ζωή σου σύμφωνα με τις επιθυμίες των άλλων. Αυτό είναι αμαρτία. Αμαρτία είναι να αρνείσαι την Αγάπη, όταν αυτή έρχεται» λέει η Άννα στην αδελφή της και στιγμές αργότερα: «Αν όλη η κοινωνία έχει το δικαίωμα να τα βάλει με έναν άνθρωπο, γιατί να μην έχει ένας άνθρωπος το δικαίωμα να τα βάλει με όλη την κοινωνία;».
Το κείμενο αυτό αποτελεί το τρίτο από τα τέσσερα κείμενα που γράφτηκαν για τη σειρά «17 Κλωστές». Δείτε το τέταρτο και τελευταίο μέρος εδώ.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου