Σκέψεις CultArt: Better Call Saul

Υπάρχουν ήρωες που γεννιούνται καλοί και χάνουν τον δρόμο τους, κι άλλοι που γεννιούνται μέσα στο ημίφως και αγωνίζονται μάταια να αποδείξουν πως μπορούν να σταθούν στο φως. Ο Jimmy McGill είναι από τους δεύτερους. Το «Better Call Saul» δεν είναι απλώς το prequel του «Breaking Bad»· είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που ήθελε να αγαπηθεί και να αναγνωριστεί, αλλά βρέθηκε παγιδευμένος ανάμεσα στην ανάγκη του να επιβιώσει και στην ανικανότητά του να ακολουθήσει κανόνες που ποτέ δεν πίστεψε. Είναι η αφήγηση μιας σταδιακής παραίτησης από την ελπίδα και μιας ειρωνικά όψιμης αναζήτησης για λύτρωση.
Στις πρώτες σεζόν, ο Jimmy είναι ένας μικροδικηγόρος, ένας άνθρωπος που κουβαλάει στο βλέμμα του τη φλόγα του ανήσυχου παιδιού που πάντα πίστευε πως μπορεί να τα καταφέρει «με τον τρόπο του». Πίσω του υπάρχει η βαριά σκιά του αδελφού του, του Chuck McGill, ενός διακεκριμένου δικηγόρου που προσωποποιεί την πιο καθαρή και ταυτόχρονα την πιο σκληρή όψη του νόμου. Ο Chuck δεν βλέπει ποτέ τον Jimmy ως ισάξιο· τον αντιμετωπίζει ως ένα μικροαπατεώνα και αφερέγγυο.
Αυτή η σχέση, θεμελιωμένη στην απόρριψη, είναι ο πρώτος πυρήνας της τραγωδίας του Jimmy. Γιατί ο Jimmy δεν θέλει απλώς να πετύχει· θέλει να αποδείξει στον αδελφό του ότι αξίζει. Όμως κάθε του προσπάθεια να αποδείξει την αξία του γίνεται με τρόπους που ο Chuck θεωρεί ανέντιμους. Έτσι, όσο ο Jimmy ανεβαίνει, ο Chuck υπονομεύει και όταν ο Jimmy σπρώχνει, ο Chuck καταρρέει. Ο θάνατος του Chuck στο τέλος της τρίτης σεζόν δεν είναι απλώς ένα συμβάν· είναι η στιγμή που πεθαίνει η τελευταία ηθική πυξίδα του Jimmy. Από εκεί και έπειτα, αρχίζει η πραγματική του μεταμόρφωση.
Μια πολύ σημαντική προσωπικότητα της σειράς είναι η Kim Wexler, το πρόσωπο που σημαδεύει βαθύτερα απ’ όλους τη ζωή του Jimmy. Η σχέση τους δεν είναι μια απλή ρομαντική ιστορία· είναι η πιο σύνθετη αλληλεπίδραση δύο ανθρώπων που αγαπιούνται ειλικρινά αλλά διαλύονται από τις ίδιες τους τις επιθυμίες. Η Kim βλέπει στον Jimmy τη σπίθα της δημιουργικότητας, την ευφυΐα που το σύστημα δεν χωράει. Ο Jimmy βλέπει στην Kim την ηθική δύναμη που θα ήθελε να έχει, αλλά ποτέ δεν θα κατακτήσει.
Κι όμως, η Kim, όσο κι αν αντιστέκεται, γοητεύεται από την παραβατικότητα του Jimmy. Οι μικρές τους κομπίνες, τα αθώα ψεματάκια στα δείπνα και στις διαπραγματεύσεις είναι τα πρώτα σύμβολα μιας κοινής μυστικής ζωής όπου ο ένας παρασύρει τον άλλον σε έναν επικίνδυνο χορό. Όταν το ζευγάρι οδηγεί άθελά του στην πτώση του τον Howard Hamlin, το τίμημα είναι βαρύ. Ο Howard δολοφονείται. Μετά από αυτό η Kim εγκαταλείπει τον Jimmy όχι από θυμό, αλλά από φρίκη. Από εκείνη τη στιγμή, ο Jimmy αφήνει πίσω κάθε ίχνος του εαυτού του· το «Better Call Saul» τελειώνει για εκείνον και αρχίζει του Saul Goodman.
Ο Jimmy McGill είναι το παιδί που προσπαθεί να γίνει «καλός»· ο Saul Goodman είναι το προσωπείο του που έμαθε πως το να είσαι καλός δεν σε σώζει· και ο Gene Takavic, η τρίτη προσωπικότητά του, είναι ο άνδρας που προσπαθεί να ξεχάσει ποιος υπήρξε.
Η αλλαγή των ονομάτων είναι μια αλληγορία για την αδυναμία του Jimmy να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Ως Saul Goodman –ένα λογοπαίγνιο με το “It’s all good, man”– χτίζει έναν ψεύτικο κόσμο όπου το δίκαιο και το άδικο είναι απλώς εργαλεία επιβίωσης. Στην πραγματικότητα, το νέο του όνομα είναι μια μάσκα που του επιτρέπει να παραμένει ανέγγιχτος από την ντροπή και την απώλεια.
Όταν, μετά τα γεγονότα του «Breaking Bad», ο Saul κρύβεται ως Gene σε ένα ψυχρό εμπορικό κέντρο της Omaha, το τρίτο του όνομα μοιάζει με εξορία. Ο Gene δεν είναι πια ούτε απατεώνας ούτε ήρωας· είναι ένα φάντασμα που ζει ανάμεσα σε γκρίζους διαδρόμους, προσπαθώντας να ξεχάσει. Κι όμως, η αληθινή του φύση δεν μπορεί να μείνει θαμμένη: Η ανάγκη του να παίξει ξανά τον ρόλο του, να νιώσει ισχυρός έστω και για λίγο, τον οδηγεί τελικά στη σύλληψη. Και είναι ειρωνικό γιατί εκεί, στις τελευταίες του στιγμές, ο Jimmy –διότι ξαναγίνεται Jimmy με τη σύλληψη– ξαναβρίσκει κάτι από την ψυχή που είχε χάσει.
Πίσω από τη βαθιά συγκινητική ιστορία του Jimmy, το «Better Call Saul» είναι ένα σχόλιο πάνω στην Αμερική της επιβίωσης και της απάτης. Ο νόμος, οι τράπεζες, οι εταιρείες, τα δικηγορικά γραφεία… Όλοι παρουσιάζονται ως θεσμοί που ευνοούν τους προνομιούχους και συνθλίβουν όσους προσπαθούν να ανέβουν από χαμηλά. Ο Jimmy είναι παιδί αυτής της κοινωνίας: Πνευματώδης, εφευρετικός, αλλά χωρίς το κοινωνικό κεφάλαιο που θα του επέτρεπε να πετύχει «νόμιμα». Έτσι, μαθαίνει να λυγίζει τους κανόνες γιατί οι κανόνες δεν ήταν ποτέ φτιαγμένοι για εκείνον.
Η σειρά ανατέμνει επίσης τη γραμμή ανάμεσα στην ηθική και την ανάγκη. Ο Mike Ehrmantraut –ο άλλος μεγάλος ήρωας του έργου– είναι το τέλειο αντίβαρο του Jimmy. Αν ο Jimmy παρασύρεται από το πάθος, ο Mike καθοδηγείται από μια σχεδόν στρατιωτική πειθαρχία. Πρώην αστυνομικός, κουβαλάει το βάρος μιας προσωπικής τραγωδίας –τον θάνατο του γιου του– και μετατρέπει την ενοχή του σε κώδικα τιμής: «Δεν κάνω λάθη δεύτερη φορά». Ο Mike ξέρει ότι ο κόσμος είναι βρώμικος· δεν τον εξωραΐζει, απλώς τον αποδέχεται. Στον Jimmy βλέπει έναν καθρέφτη της αδυναμίας του: Τη στιγμή που η καρδιά μπαίνει πάνω από τον κώδικα.
Το «Better Call Saul» είναι τραγωδία με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Ο ήρωας έχει αρετή, αλλά και ύβρη: Πιστεύει ότι μπορεί να νικήσει το πεπρωμένο του με την εξυπνάδα του. Ο Jimmy δεν είναι κακός· είναι τραγικός γιατί κάθε φορά που προσπαθεί να κάνει το σωστό, το καταστρέφει με τον λάθος τρόπο.
Η αγάπη του για την Kim τον οδηγεί στην απώλεια. Η επιθυμία του για αναγνώριση τον φέρνει στην απομόνωση. Και τελικά, η ευφυΐα του –αυτό που κάποτε ήταν το μεγαλύτερο όπλο του– γίνεται η ίδια του η καταδίκη. Γιατί ο Jimmy καταλαβαίνει τους ανθρώπους καλύτερα απ’ όσο θα έπρεπε· ξέρει πώς να τους κάνει να γελούν, να συγκινούνται, να εμπιστεύονται. Αλλά ποτέ δεν καταφέρνει να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό.
Είναι σημαντικό να γίνει και μια ιδιαίτερη αναφορά στο γεγονός ότι το «Better Call Saul» πλέκεται αριστοτεχνικά μέσα στον κόσμο, της άλλης ανεπανάληπτης σειράς, του «Breaking Bad», χωρίς, όμως, να ζει στη σκιά του. Όμως, η σύνδεση είναι αναπόφευκτη. Ο Saul Goodman που γνωρίσαμε δίπλα στον Walter White είναι η πλήρης έκπτωση του Jimmy McGill: Ένας άνθρωπος που έχει μετατρέψει την ηθική του ευφυΐα σε εργαλείο επιβίωσης μέσα σε έναν κόσμο διαφθοράς.
Το συγκλονιστικό είναι ότι, γνωρίζοντας πού θα καταλήξει ο Saul στο «Breaking Bad», το «Better Call Saul» μάς κάνει να πενθούμε για έναν άντρα που είναι ήδη χαμένος. Και όταν φτάνει η στιγμή της εξιλέωσης –στις τελευταίες σκηνές της σειράς– η παραδοχή του Jimmy στο δικαστήριο πως είναι πράγματι ο Saul Goodman, αλλά και ο Jimmy McGill, είναι η πρώτη πράξη ειλικρίνειας της ζωής του. Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος και το προσωπείο συμφιλιώνονται, έστω για μια φορά.
Αν ο Jimmy είναι το χάος του συναισθήματος, ο Mike είναι η σιωπή της συνείδησης. Δύο άντρες από διαφορετικές διαδρομές που καταλήγουν στον ίδιο κόσμο. Ο Mike γνωρίζει πως δεν υπάρχει κάθαρση, μόνο ισορροπία. Ο Jimmy πιστεύει ακόμη πως υπάρχει ελπίδα και αυτό είναι που τον καταστρέφει.
Η σχέση τους είναι σχεδόν πατρική, γεμάτη σιωπηλή κατανόηση. Ο Mike βλέπει στον Jimmy τον γιο που δεν μπόρεσε να σώσει· ο Jimmy βλέπει στον Mike τον πατέρα που ποτέ δεν είχε. Μα και οι δύο βαδίζουν προς το τέλος γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει σωτηρία. Μόνο η αναγνώριση των πράξεών τους… Κι αυτό, ίσως, είναι το πιο τίμιο τέλος που μπορούν να έχουν.
Στην τελευταία σκηνή του «Better Call Saul», ο Jimmy –πια και πάλι Jimmy, όχι Saul, όχι Gene– στέκεται απέναντι στην Kim, χωρισμένος από μια γραμμή συρματοπλέγματος. Καπνίζουν μαζί, όπως παλιά. Είναι η μόνη στιγμή αληθινής ειρήνης. Εκεί, μέσα στη φυλακή, ο Jimmy έχει ξαναβρεί τον εαυτό του γιατί για πρώτη φορά δεν προσποιείται.
Το «Better Call Saul» τελειώνει όχι με λύτρωση, αλλά με αλήθεια. Κι αυτή είναι η βαθύτερη μορφή ελευθερίας. Μια σειρά που έχει χαρακτηριστεί δικαίως ως μια από τις καλύτερες του 21ου αιώνα! Ένα αριστούργημα που φτάνει στα πιο σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής και βρίσκει εκείνο το φως που είναι έτοιμο να σβήσει, για να δώσει νόημα, τελικά, στην ανθρώπινη ύπαρξη!
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου
