Σκέψεις CultArt: 17 Κλωστές (Μέρος πρώτο)
«Αν είναι να διαλέξω την Κόλασή μου, θα διαλέξω την Κόλαση που ξέρω…» λέει στη μητέρα του ο Καστελάνης λίγο πριν το σπαραχτικό φινάλε της σειράς «17 Κλωστές», που υπογράφει ο Σωτήρης Τσαφούλιας.
Η σειρά αυτή, που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Πάνου Δημάκη, εμπνευσμένη από αληθινή ιστορία και συγκεκριμένα από την πρώτη μαζική δολοφονία στην Ελλάδα, αποτελεί σειρήνα αφύπνισης για όποιον την παρακολουθήσει.
Στην αυγή του 20ου αιώνα, σε ένα χωριό των Κυθήρων ζει ο Καστελάνης ή Αντώνης Γερακίτης μαζί με τη μητέρα και τον πατέρα του. Από πολύ νωρίς γίνονται αντιληπτά δυο βασικά στοιχεία: Aφενός πως ο Καστελάνης έχει τρομερό ταλέντο στην τέχνη παπουτσιών αλλά και στο παίξιμο της λύρας και αφετέρου πως στον μικρόκοσμο του χωριού αυτού των Κυθήρων, όπως και σε κάθε μέρος στον κόσμο, η γνώμη της τοπικής κοινωνίας είναι υπερβολικά σημαντική για τους ανθρώπους.
Ο Καστελάνης, λοιπόν, είναι ένας ταλαντούχος και όμορφος νέος άνθρωπος, που όμως χτίζει τη ζωή του πάνω στη λογική του: «Tι θα πει ο κόσμος». Καθοδηγείται σε όλη του τη ζωή -μέχρι τη στιγμή που τον συναντάμε στην αρχή της σειράς- από ένα: «Πρέπει να κάνω πάντα το σωστό», για να μην «μπει στο στόμα του κόσμου» όπως λέει κάποια στιγμή η μητέρα του. Αν κάτι τον κάνει να ξεχωρίζει, όμως, πέρα από το ταλέντο του, αυτό είναι σίγουρα το καθαρό του βλέμμα. Είναι ένας άνθρωπος, κάπως κλειστός και συνεσταλμένος, με ευγένεια και καλοσύνη μέσα του.
Το μόνο στοιχείο που, ενδεχομένως, να προβληματίσει τον τηλεθεατή είναι το γεγονός πως οι γονείς του Καστελάνη είναι πολύ παρεμβατικοί, χωρίς, όμως, ούτε και ο ίδιος ο Καστελάνης να το αντιλαμβάνεται. Το γεγονός αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε πως ο Αντώνης έχει μεγαλώσει με τρόπο που δεν του είναι εύκολο να αποφασίζει ο ίδιος για τον εαυτό του, αλλά οι άλλοι.
Η σειρά, ήδη από την πρώτη σκηνή, πηγαινοέρχεται μεταξύ της αρχής και του τέλους της ιστορίας. Δηλαδή, μεταξύ της φυλάκισής του στο Μπούρτζι το 1909 και το σπίτι του στο νησί τρία χρόνια πριν. Το γεγονός αυτό προκαλεί μεγάλη απορία στον θεατή, καθώς του είναι αδύνατο να καταλάβει, πώς ένας τέτοιος άνθρωπος σαν τον Αντώνη Γερακίτη, καλός, ευγενικός και με καθαρό βλέμμα, τελικά καταλήγει εκεί.
Στα πρώτα δύο επεισόδια η ζωή κυλάει ομαλά στο νησί των Κυθήρων. Ο Καστελάνης είναι πολύ καλός στη δουλειά του και το μαγαζί που ανοίγει έχει γρήγορα επιτυχία. Πολύ σύντομα, επίσης, θα ερωτευτεί και θα αρραβωνιαστεί την αγαπημένη του Άννα, ενώ δεν είναι λίγες αυτές που σαγηνεύονται από τον τρόπο που παίζει τη λύρα στα πανηγύρια. Όλα φαίνεται να τα κάνει «σωστά» ο Αντώνης βάσει των κοινωνικών κανόνων. Ωστόσο, οι κοινωνικοί κανόνες, από ό,τι φαίνεται, δεν έλαβαν υπόψη την παράμετρο της υπερβολικής ζήλιας από άλλα μέλη της κοινωνίας.
Στο φινάλε του δεύτερου επεισοδίου συμβαίνει ένα περιστατικό που αλλάζει άρδην τη ζωή του Αντώνη. Η Αντζολέτα, γυναίκα του Σκαλέρη, ενός πλούσιου κατοίκου της περιοχής που όλοι τον φοβούνται, φαίνεται να ερωτεύεται τον Αντώνη -χωρίς ο ίδιος ο Αντώνης, όμως, να αντιληφθεί κάτι. Ο Σκαλέρης, αντιθέτως, το καταλαβαίνει γρήγορα και τυφλωμένος από ζήλια και πληγωμένο εγωισμό παγιδεύει τον Αντώνη. Το πρόβλημα του Σκαλέρη είναι απλά ότι ο Αντώνης υπάρχει. Ο Καστελάνης, όντας αγαθός και αφελής, πέφτει στην παγίδα του Σκαλέρη και από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται στη θέση να κατηγορείται για βιασμό από όλο το νησί. Ο Σκαλέρης κάνει ό,τι μπορεί για να το μάθει κάθε κάτοικος του νησιού.
Το καλό παιδί και ο ταλαντούχος Αντώνης, εν μία νυκτί, γίνεται ο ανώμαλος βιαστής. Όλες οι κατηγορίες άδικες. Όμως, για τον Καστελάνη και τους γονείς του -ιδίως τη μητέρα του- που λαμβάνουν τόσο πολύ υπόψη τη γνώμη του κόσμου αυτό αποτελεί την αρχή του τέλους τους. Ο πατέρας στενοχωριέται, αλλά προσπαθεί να δώσει κουράγιο στον γιο του. Η μάνα αρρωσταίνει από τη στενοχώρια. Όσο για τον Καστελάνη αρχίζουν οι αλλεπάλληλες απώλειες και απογοητεύσεις. Ο πραγματικός κόσμος, η πραγματική κοινωνία, αρχίζει να ξεγυμνώνεται αποκαλυπτικά μπροστά του προκαλώντας του τρομερό πόνο.
Απέναντι σε αυτήν την αδικία ο Καστελάνης βρίσκει παρηγοριά στη Μουσική και την αγαπημένη του λύρα. Διοχετεύει όλο τον πόνο του εκεί και αυτός γίνεται δημιουργία.
Θύμα της λογικής του «τι θα πει ο κόσμος» είναι και ο πατέρας της Άννας, ο οποίος αν και πιστεύει τον Αντώνη, δηλαδή πως όλες οι κατηγορίες είναι άδικες, εντούτοις την απόφασή του δεν κινεί η δική του γνώμη, αλλά η γνώμη της τοπικής κοινωνίας -και αυτό είναι το χειρότερο. Αποφασίζει, λοιπόν, να θέσει τέλος στους αρραβώνες της κόρης του με τον Αντώνη διαλύοντας δύο νέους ανθρώπους αλλά και τις οικογένειές τους -ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό- ο οποίος υπό το βάρος της κοινωνικής πίεσης αποφασίζει να βλάψει την κόρη του και την οικογένειά του «για να μη λέει ο κόσμος». Μάλιστα, όταν ο Καστελάνης προσπαθεί να του εξηγήσει τα γεγονότα, αυτός του απαντάει με το αφοπλιστικό: «Δεν έχει σημασία τι πιστεύω εγώ. Σημασία έχει τι πιστεύει ο κόσμος» πριν απορρίψει και διαλύσει άδικα έναν άνθρωπο.
Ο Καστελάνης, λοιπόν, τα χάνει όλα στα Κύθηρα. Ό,τι είχε δημιουργήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, συνθλίβεται από την «κοινή γνώμη» και το «αόρατο πρέπει» που αιωρείται πάνω από την τοπική κοινωνία. Έτσι, σύντομα, οι γονείς του τον παρακινούν να κάνει μια νέα αρχή στον Πειραιά μαζί με τον θείο του, ο οποίος έχει τσαγκαράδικο εκεί…
Το κείμενο αυτό αποτελεί το πρώτο από τα τέσσερα κείμενα που γράφτηκαν για τη σειρά «17 Κλωστές». Δείτε το δεύτερο μέρος εδώ.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου