Σκέψεις CultArt: 17 Κλωστές (Μέρος δεύτερο)
Στην αρχή η ζωή στον Πειραιά θυμίζει τη ζωή στα Κύθηρα πριν τις άδικες κατηγορίες, καθώς ο Καστελάνης διαπρέπει τόσο στο τσαγκαράδικο του θείου του, όσο και στα κουτούκια του Πειραιά. Όμως, η ψυχή του κουβαλάει το τραύμα των άδικων κατηγοριών της τοπικής κοινωνίας των Κυθήρων. Το βλέμμα του αρχίζει και μαυρίζει.
Πολύ σύντομα το ταλέντο του θα θίξει τα «συμφέροντα» του Ηλία, που ήταν το παραπαίδι του θείου του Αντώνη. Ο Ηλίας αρχίζει να τον ζηλεύει φριχτά, καθώς νιώθει να απειλείται. Έτσι, μετά και από έγκριση της θείας του Αντώνη, ο Καστελάνης παγιδεύεται για δεύτερη φορά, αυτήν τη φορά από τον Ηλία, ο οποίος κλέβει κάποια πράγματα από το τσαγκαράδικο και τα τοποθετεί στην κάμαρα του Αντώνη, γεγονός που τον ενοχοποιεί.
Ο θείος του Αντώνη, υπό την κοινωνική πίεση που του ασκείται -η οποία έχει ως αφετηρία τη γυναίκα του- δίνει τη χαριστική βολή στον ανιψιό του, καθώς προβαίνει σε καταγγελία της κλοπής, γεγονός που στέλνει τον Καστελάνη φυλακή. Ο Καστελάνης χάνει για άλλη μια φορά ό,τι είχε χτίσει. Στο σημείο αυτό βλέπουμε πάλι το ίδιο μοτίβο να επαναλαμβάνεται, δηλαδή ο θείος να παίρνει μια απόφαση λαμβάνοντας ως κριτήριο το «τι θα πει ο κόσμος» και όχι το τι πραγματικά πιστεύει ο ίδιος, γεγονός που καθιστά την απόφασή του άδικη. Μια απόφαση, όμως, που διαλύει τον ήδη κατακερματισμένο ψυχισμό του Αντώνη.
Ο σκηνοθέτης, εν τω μεταξύ, συνεχίζει να μας μεταφέρει από το παρόν της ιστορίας -Πειραιάς- στο μέλλον της -Μπούρτζι- όπου μετά και τη δεύτερη παγίδευση του Αντώνη, ο θεατής αρχίζει να νομίζει πως, για να φυλακιστεί στο Μπούρτζι, μάλλον κάποιος θα του έχει στήσει παγίδα πάλι, καθώς δεν έχουμε καθόλου εικόνα ακόμα για το πώς φυλακίστηκε εκεί. Δεν μπορεί ο θεατής να διανοηθεί πως ο Καστελάνης βρίσκεται δικαιολογημένα στο Μπούρτζι με όλα αυτά που βλέπει.
Στη φυλακή στον Πειραιά ο Καστελάνης αρχίζει να έρχεται σε απελπισία αηδιάζοντας για την κοινωνία που είναι γεμάτη υποκρισία και η οποία δεν ενδιαφέρεται για την ουσία των πραγμάτων, αλλά για το «φαίνεσθαι». Εκεί ξεκινάει το χασίς.
Παράλληλα, ο θείος ενημερώνει τους γονείς του Αντώνη για τα συμβάντα που έγιναν. Οι γονείς του κατασπαράσσονται στην κυριολεξία από τη στενοχώρια, ενώ ολόκληρη η υπόλοιπη τοπική κοινωνία χαίρεται με αυτά τα νέα, καθώς επιβεβαιώνεται πως η στάση της κοινωνίας συνολικά ήταν «αυτή που έπρεπε» απέναντί του. Ο Καστελάνης είναι χαμένος, σκέφτεται να γράψει στους γονείς του, για να τους εξηγήσει πως για δεύτερη φορά οι κατηγορίες είναι άδικες, όμως, αμφιβάλλει αν πια μπορεί κάποιος να τον πιστέψει. Όσο όμως αργεί να γράψει, τόσο η στενοχώρια των γονέων του μεγαλώνει.
Όταν, τελικά ο Καστελάνης γράφει, είναι ήδη αργά για τον πατέρα του, ο οποίος υπό το βάρος της κοινωνικής κατακραυγής, της δυσβάσταχτης στενοχώριας, αλλά, ενδεχομένως, και των ενοχών που νιώθει αποφασίζει να αυτοκτονήσει.
Λίγο μετά την αυτοκτονία του πατέρα του, το γράμμα του Αντώνη φτάνει στα Κύθηρα, ενώ αυτός αποφυλακίζεται και μαθαίνει για τον θάνατο του πατέρα του. Για τον Καστελάνη αυτό αποτελεί τεράστιο πλήγμα και συνεχίζει να κατρακυλά ψυχολογικά.
Μέσα σε όλα αυτά τα σκοτάδια της καρδιάς και του μυαλού του, γνωρίζει το μοναδικό φως που του δίνει απλόχερα αγάπη. Πρόκειται για τη Θάλεια, μια πόρνη στον Πειραιά με την οποία δεν αναπτύσσει σεξουαλική σχέση. Τώρα πέρα από το χασίς και τη λύρα, ο Καστελάνης έχει μια γυναίκα που φωτίζει τα σκοτάδια του.
«Εσύ είσαι όμορφη και τα βλέπεις όλα έτσι» της λέει, για να συμπληρώσει πως «ο κόσμος είναι κακός και άδικος». Η Θάλεια στη δικαιολογημένη απαισιοδοξία, αλλά και στην οργή του Αντώνη για την κοινωνία θα απαντήσει αφοπλιστικά: «Εμένα ο κόσμος δεν με λογαριάζει και δεν τον λογαριάζω ούτε και εγώ. Εσένα σκέφτομαι. Εσύ ζεις με αυτόν τον κόσμο. Εγώ μόνο πλαγιάζω μαζί του».
Εκεί, όμως, που αρχίζει να αχνοφαίνεται μια ελπίδα φωτός, καθώς αναπτύσσεται μια ειλικρινής σχέση μεταξύ τους, γεμάτη αγάπη και ανθρωπιά, ο Αντώνης λαμβάνει γράμμα από τα Κύθηρα, το οποίο τον καλεί να επιστρέψει, καθώς η μάνα του είναι πολύ άρρωστη. Έτσι, λοιπόν, ο Αντώνης παίρνει την απόφαση να επιστρέψει.
Για ένα διάστημα, λοιπόν, ζει στα Κύθηρα και δουλεύει στα χωράφια έχοντας, όμως, τη ρετσινιά του βιαστή, του αποφυλακισμένου και του χασισοπότη. Δουλεύει όλη μέρα. Τα χρήματα δεν φτάνουν. Η τοπική κοινωνία του γυρίζει συνεχώς την πλάτη, ενώ η μάνα του μαραζώνει.
Η μάνα του αξιολογεί την κατάσταση και τον παρακαλεί να φύγει με τον Καστελάνη να απαντάει: «Αν είναι να διαλέξω την Κόλασή μου, θα διαλέξω την Κόλαση που ξέρω».
Ο παιδικός του φίλος, Στάθης, του γυρίζει και αυτός την πλάτη, καθώς «μαζεύτηκαν πολλά», όπως χαρακτηριστικά του λέει. Επίσης, το γεγονός ότι ο Στάθης παντρεύεται καθιστά απαγορευτικό το να συναναστρέφεται με έναν άνθρωπο για τον οποίο λέγονται τόσα αρνητικά.
Την ίδια στιγμή η Άννα προσπαθεί να τον συναντήσει, να του μιλήσει και να τον πείσει να φύγουν μαζί για άλλα μέρη, ενώ παράλληλα ο πατέρας της προσπαθεί να την παντρέψει με τον νεοφερμένο γιατρό, για να «ξεπλύνει» την ντροπή της διάλυσης των αρραβώνων με έναν «βιαστή» -δίχως, όμως, να δίνει ούτε την ελάχιστη σημασία στο τι πραγματικά θα κάνει την κόρη του ευτυχισμένη.
Ο Αντώνης, όμως, που αναζητά η Άννα, δεν υπάρχει πια, είναι πολύ αργά και της το κάνει σαφές, μόλις του δίνεται η ευκαιρία, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν υπάρχει φευγιό για μένα, Άννα, τίποτα δεν υπάρχει. Ο Αντώνης που ήξερες, δεν υπάρχει πια».
Το κείμενο αυτό αποτελεί το δεύτερο από τα τέσσερα κείμενα που γράφτηκαν για τη σειρά «17 Κλωστές». Δείτε το τρίτο μέρος εδώ.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου