Σκέψεις CultArt: Οι Παίκτες

«Παράσταση ή πραγματικότητα, ηθοποιός ή ρόλος, θύτης ή θύμα, αλήθεια ή ψέμα, όλα συγχέονται και τελικά, το μόνο που μένει είναι το παιχνίδι» στους «Παίκτες», μια θεατρική παράσταση -ή πραγματικότητα- βασισμένη στο ομότιτλο έργο του, ουκρανικής καταγωγής, Γκόγκολ.
Ο ρυθμός ξέφρενος, η ταχύτητα ιλιγγιώδης, το χιούμορ άπλετο σε τέτοιο σημείο που δεν είσαι σίγουρος αν πρέπει να γελάσεις, να κλάψεις ή να προβληματιστείς. Είναι όλα αυτά τα μηνύματα που σου περνάει αφενός ο Γκόγκολ, αφετέρου ο σκηνοθέτης, Γιώργος Κουτλής και φυσικά οι ηθοποιοί, που δημιουργούν μια κωμωδία με τραγικά χαρακτηριστικά που καυτηριάζει ευφυέστατα πολλά από τα σαθρά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης και της κοινωνίας συλλήβδην.
Τι και αν το έργο γράφτηκε πριν από περίπου δύο αιώνες, τι και αν διαδραματίζεται στη Ρωσική κοινωνία του 19ου αιώνα, το έργο αυτό είναι πανανθρώπινο και διαχρονικό, καθώς αναδεικνύει αφενός το επίπεδο καταπίεσης που υφίσταται ένας άνθρωπος από ένα απρόσωπο σύστημα που όλα θέλει να τα συνθλίψει, αφετέρου την υποκρισία και την απάτη, που μοιάζουν να είναι ένα και το αυτό με την ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι, όμως, έτσι;
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης παράστασης είναι και η ζωντανή μουσική, η οποία δίνει άλλη χροιά πάνω στη θεατρική σκηνή. Σαν σε συναυλία, η πλειονότητα των ηθοποιών μάς συστήνεται με έναν περίεργο, θα έλεγε κανείς, τρόπο. Δίνεται η αίσθηση στον θεατή πως πρόκειται για έναν ρόλο μέσα σε έναν άλλο ρόλο, όμως υπάρχει ασάφεια. Οι χαρακτήρες, μένουν, από ό,τι καταλαβαίνουμε αργότερα, στο ίδιο πανδοχείο, όμως γνωρίζονται μεταξύ τους; Και αν ναι; Πόσο καλά;
Στο ίδιο απομακρυσμένο πανδοχείο της Ρωσίας καταφθάνει λίγο αργότερα ένας δεινός χαρτοπαίκτης ή μάλλον ένας δεινός χαρτοκλέφτης. Βασική του ιδιότητα, όπως και ο ίδιος περηφανεύεται είναι: απατεώνας και πλαστογράφος. Καταφθάνει στο πανδοχείο με μια βαλίτσα που περιέχει 80.000 ρούβλια -από ό,τι φαίνεται οι απάτες έπιασαν τόπο. Επιθυμεί, λοιπόν, να βρει το επόμενο θύμα του, από το οποίο θα βγάλει κέρδος. Μάλιστα συνεννοείται με έναν υπάλληλο του πανδοχείου, χρηματίζοντάς τον, και του δίνει μια σημαδεμένη τράπουλα για να φέρει στο χαρτοπαικτικό τραπέζι, όταν κάποιος θαμώνας του πανδοχείου θελήσει να παίξει μαζί του μια παρτίδα.
Όμως, στο πανδοχείο κατοικούν δύο εξίσου δεινοί απατεώνες, οι οποίοι φαίνεται να αντιλαμβάνονται τη δεινότητα του νεοφερμένου σε μια παρτίδα που παίζουν και του προτείνουν, τελικά, να ενώσουν δυνάμεις έχοντας ως κοινό στόχο τους υπόλοιπους «ανυποψίαστους» θαμώνες του πανδοχείου.
Η παράσταση αποκτά έναν φρενήρη ρυθμό όπου τελικά δεν μπορείς να αντιληφθείς ποιος κοροϊδεύει ποιον. Κάπου προς το τέλος της παράστασης είναι που αντιλαμβάνεται ο θεατής πως ο θύτης είναι τελικά θύμα, το θύμα είναι τελικά θύτης. Κάπου εκεί είναι που ο καθένας από εμάς αρχίζει να βλέπει τον εαυτό του και στον θύτη και στο θύμα, είναι ακριβώς η στιγμή όπου τα όρια της παράστασης και της πραγματικότητας θολώνουν.
Αυτό που αναδεικνύεται σαν μείζον θέμα είναι, τελικά, το πόσο ηθική ή μη είναι η απάτη. Είναι εκείνη τη στιγμή που ο άλλοτε νεοφερμένος επισκέπτης του πανδοχείου, αφού έχει ενώσει τις δυνάμεις του με τους άλλους δύο απατεώνες, αποφασίζει να εξαπατήσει και αυτούς. Είναι η στιγμή που δίνει τα 80.000 ρούβλια για να πάρει ένα γραμμάτιο των 200.000 ρουβλιών. Οι δύο απατεώνες φεύγουν φαινομενικά ξεγελασμένοι και ο άλλοτε νεοφερμένος βγάζει έναν πύρινο λόγο, έναν φοβερό μονόλογο υπέρ της απάτης και της υποκρισίας, οι οποίες αν είναι διαμορφωμένες με μαεστρία, τότε παύουν να είναι απάτη και υποκρισία και γίνονται τέχνη.
Υπερηφανευόμενος, λοιπόν, για το πώς ξεγέλασε τους άλλους δύο, έρχεται η στιγμή που ανακαλύπτει ότι το γραμμάτιο είναι ψεύτικο και πως από την αρχή όλο το παιχνίδι έχει στηθεί από όλους τους υπόλοιπους, οι οποίοι αν και κάνουν πως δεν γνωρίζονται μπροστά του, είναι επί της ουσίας συνεννοημένοι για να του «φάνε» τα 80.000 ρούβλια.
Έτσι, από εκεί που υπερηφανευόταν για το πόσο έξυπνος είναι ο ίδιος και πόσο χαζοί οι άλλοι που την πάτησαν, τελικά, βρέθηκε να είναι αυτός ο χαζός και οι άλλοι οι έξυπνοι που του την έφεραν. Τότε, όμως, είναι που υιοθετεί δύο μέτρα και δύο σταθμά ως προς την προσέγγιση της απάτης, διότι, όταν ήταν ο ίδιος θύτης, δεν υπήρχε πρόβλημα, μόνο όταν έγινε θύμα υπήρξε -μηδέν ενσυναίσθηση.
Σίγουρα, υπάρχουν έξυπνοι και γρήγοροι τρόποι να βγάλει κανείς κέρδος, αν και κάποιες φορές αυτό γίνεται εις βάρος κάποιου άλλου. Εδώ είναι άλλωστε και το ζήτημα που ανακύπτει σχετικά με το απρόσωπο σύστημα, το οποίο σε πιέζει καθημερινά και σε εξωθεί στο να βγάλεις χρήματα με κάθε τρόπο. Αντέχεις στην πίεση; Αντέχεις πιο πολύ στη διαφθορά ή στην εξαθλίωση; Νομίζω πως με αυτό το δίλημμα έρχεται αντιμέτωπος ο μέσος άνθρωπος στη Ρωσία του 19ου αιώνα, στη Γαλλία του 18ου αιώνα, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να αποκλείεται το ενδεχόμενο ότι κάποια στιγμή μπορεί να είναι κάποιος άλλος που θα βγάλει κέρδος εις βάρος σου. Εδώ κολλάει και το ρητό: «Μην κάνεις σε κάποιον κάτι, που δεν θέλεις να σου κάνουν». Αλλά, όταν το κάνεις, να είσαι διατεθειμένος να το υποστείς και είναι σημαντικό να γνωρίζεις πως αν τύχει να πέσεις θύμα απάτης, ενώ εξαπατάς συστηματικά, να μην περιμένεις κάποιο δικαιικό σύστημα, το οποίο θα σε δικαιώσει.
Με άλλα λόγια, αν εξαπατάς, μην έχεις την απαίτηση όταν εξαπατηθείς να διεκδικήσεις το «δίκιο» σου! Εσύ επέλεξες να παίξεις χωρίς κανόνες. Το παιχνίδι χωρίς κανόνες δεν γνωρίζει δίκαιο και άδικο!
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου