Σκέψεις CultArt: Οι άγριες μέρες μας

Της Αφροδίτης Γιώτα
Ο χρόνος μας, οι επιλογές, η αναζήτηση της ταυτότητας, η βίωση των επιλογών μας είναι ζητήματα αμιγώς προσωπικά που ξεκινούν από τη νεανική ηλικία και διαπερνούν ολόκληρη τη ζωή μας. Πόσο «δική μας» όμως είναι η ζωή και οι επιλογές μας; Τι συμβαίνει, όταν ο περίγυρος και δη ο οικογενειακός προσπαθεί να προκαθορίσει εμάς και την καθημερινότητά μας; Πολλοί «επιλέγουν» να ακολουθήσουν ένα παρόν προεπιλεγμένο και να συμβιβαστούν με μια ζωή οικεία προς το περιβάλλον τους αλλά ολοκληρωτικά ξένη προς τον ίδιο τους το εαυτό. Στην κατηγορία αυτή των ανθρώπων, σίγουρα δεν ανήκει η Χλόη, η κεντρική ηρωίδα της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους του Βασίλη Κεκάτου.
Η ταινία ξεκινάει ακριβώς από το σημείο που η Χλόη αρνείται πεισματικά να ζήσει με τον τρόπο που προσπαθεί να της επιβάλλει η οικογένειά της, να βρει μια κανονική δουλειά και να ζήσει με έναν τρόπο που θα βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της. Αντίθετα, φεύγει από το σπίτι της και ακολουθεί ένα τσούρμο νέων που ταξιδεύουν από μέρος σε μέρος με ένα βαν. Αρχικός σκοπός της είναι να καταφύγει στην αδερφή της που ζει μόνιμα στον Έβρο, αλλά στη συνέχεια εναρμονίζεται πλήρως με τον νομάδικο τρόπο ζωής της ομάδας αυτής και γίνεται μέλος της σε όλο το εύρος της δράσης τους. Η ομάδα ταξιδεύει ανά την Ελλάδα λαμβάνοντας επιχορήγηση από την Ε.Ε. για να παράξει κοινωνικό έργο και να βοηθήσει στον καθαρισμό ρούχων ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Αυτό τουλάχιστον προβάλλει αρχικά σαν δράση. Στην ουσία, χρησιμοποιεί τη δράση αυτή ως κάλυψη για να αποσπά αντικείμενα που έχουν πωληθεί σε ενεχυροδανειστήρια και να τα επιστρέφει στους αρχικούς ιδιοκτήτες. Η Χλόη γοητεύεται από αυτόν τον τρόπο ζωής που περιλαμβάνει τόσο κοινωνική δικαιοσύνη, προσφορά, αδρεναλίνη, μπόλικη μετακίνηση όσο και καλοπέραση, χορό δίπλα στη φωτιά στην παραλία, ναρκωτικά και μια καθημερινότητα χωρίς κινητά, ευθύνες και κοινωνικές υποχρεώσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Χλόη (Δάφνη Πατακιά) εκπαιδεύεται στην οδήγηση υπό τις οδηγίες του ΛΕΞ, χορεύει σε ελληνικό γάμο υπό τους ήχους της μουσικής του Κωστή Μαραβέγια, συγκρούεται με την πολυπράγμονα Ναταλία Σουίφτ, έρχεται κοντά με τον υπερταλαντούχο Νίκο Ζεγκίνογλου (δίνοντάς μας μια από τις πιο ορμητικές ερωτικές σκηνές) και βιώνει την προδοσία από την ίδια της την αδερφή (πάντα εξαιρετική Σοφία Κόκκαλη). Με λίγα λόγια ή μάλλον με τα λόγια του σκηνοθέτη Βασίλη Κεκάτου, ζει τις «άγριες μέρες της».
Ο Βασίλης Κεκάτος σε αυτήν του την απόπειρα συνθέτει ένα ευρωπαϊκού τύπου νεανικό φιλμ που ξεχειλίζει από εκρηκτικότητα, νεανική ευαισθησία, αναζήτηση της ταυτότητας και του ανήκειν. Η αναζήτηση της ταυτότητας έχει να κάνει όχι μόνο με τον προσωπικό σκοπό της ζωής του καθενός, αλλά είναι ταυτόχρονα και «ένα στοίχημα» αυτής της ομάδας παιδιών να αποδώσουν δικαιοσύνη ζώντας εκτός ορίων και βάζοντας σε κίνδυνο ακόμη και την προσωπική τους ελευθερία. Και εδώ ακριβώς υφίσταται ένα οξύμωρο: Τα παιδιά αυτά ενεργούν για την κοινωνία, ζώντας στο περιθώριο αυτής. Αυτό το περιθώριο έχει προσωπικό κόστος για τη Χλόη, καθώς έχει απομακρυνθεί από την οικογένειά της και αισθάνεται αποκομμένη από καθετί που δεν αφορά άμεσα «τον μικρόκοσμο» που έχει χτίσει η ομάδα. Σε ένα δεύτερο πλάνο μέσα από την ταινία εκφράζεται η ματαιότητα του να ανήκει κανείς σε ασθενέστερη οικονομικά κοινωνική ομάδα, όπως πολύ σωστά αναρωτιέται η κάτοικος μιας κατασκήνωσης αστέγων «γιατί θα πρέπει να αισθάνονται ντροπή οι άνθρωποι, επειδή η ζωή δεν τους τα έφερε όπως θα ήθελαν;». Αυτήν ακριβώς τη ματαιότητα προσπαθούν να αντιστρέψουν οι πρωταγωνιστές της ταινίας, επιλέγοντας να επουλώσουν τις πληγές μιας κοινωνίας που νοσεί σε πολλαπλά επίπεδα.
«Οι Άγριες μέρες μας» είναι μια ταινία πρόκληση να ζήσουμε αυτές ακριβώς τις μέρες χωρίς κοινωνικούς περισπασμούς, αντικομφορμιστικά και αποδεχόμενοι το οποιοδήποτε ρίσκο. Ο Βασίλης Κεκάτος μάς εντάσσει στο δικό του σύμπαν, δημιουργώντας μια απόλυτα καλοκαιρινή και ξεσηκωτικά νεανική ταινία που αν μη τι άλλο καταφέρνει να μας παρασύρει σε ένα ατέλειωτο roadtrip χωρίς χάρτες και χωρίς πυξίδα.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου
