Σκέψεις CultArt: Η Θάλασσα και ο Γέρος

«Η Θάλασσα είναι η ίδια η ζωή! Δεν πρέπει να χάσουμε το δέος μας για αυτήν!» αναφέρει προς το τέλος της παράστασης ο Σαντιάγο θέλοντας να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου στον άνθρωπο του 21ου αιώνα, αλλά και στην απληστία του, καθώς εξαιτίας αυτής η χλωρίδα και πανίδα των ωκεανών και του πλανήτη συνολικά βρίσκονται σε πολύ δύσκολη κατάσταση, σε τέτοιο σημείο μάλιστα που να απειλείται η ίδια η ζωή!
«Η Θάλασσα και ο Γέρος» είναι μια παράσταση βασισμένη στο βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, «Ο Γέρος και η Θάλασσα». Πρόκειται για ένα βιβλίο διαχρονικό που μάλιστα χάρισε το βραβείο Πούλιτζερ στον συγγραφέα και λίγο αργότερα το βραβείο Νόμπελ.
Η διασκευή, λοιπόν, του κλασικού αυτού βιβλίου, είναι τόσο εναρμονισμένη με τη σύγχρονη κοινωνία, καθώς αφουγκράζεται σε βάθος την ψυχοσύνθεση του σύγχρονου ανθρώπου και έρχεται να προβληματίσει σε βάθος τον θεατή σε μια προσπάθεια ανάδειξης των στοιχείων εκείνων που είναι πραγματικά σημαντικά για τον Άνθρωπο, τη Φύση και τη Ζωή και όχι εκείνα που νομίζουμε πως είναι.
Για τον Σαντιάγο τον ψαρά, αλλά και για τον Μανολίνο, το αγόρι που παλιά ήταν βοηθός του, αλλά τώρα ο πατέρας του δεν τον αφήνει να μαθητεύει δίπλα στον Σαντιάγο, τα σημαντικά για τη ζωή είναι το μέτρο, η απλότητα και ο σεβασμός απέναντι στη φύση, δεν είναι το χρήμα, η επιτυχημένη καριέρα και η απληστία.
Πρόκειται, λοιπόν, για την ιστορία του Σαντιάγο του ψαρά και για το ταξίδι που θα διαγράψει στον ωκεανό, καθώς το γεγονός πως για 84 ημέρες δεν έχει πιάσει ούτε ένα ψάρι, τον αναγκάζει, για να καλύψει τα προς το ζην του, να βγει ξανά στον ωκεανό, να φτάσει έως εκεί που κανείς ψαράς δεν έχει φτάσει και να διεκδικήσει αυτό που είναι καλύτερο για τον ίδιο.
Πρόκειται για μια μοναδική αλληγορία του ταξιδιού της ζωής, αλλά και των δυσκολιών που αυτή έχει. Στο ταξίδι του αυτό ο Σαντιάγο θα συναντήσει κάθε λογής πλάσμα, από τόνους, δελφίνια, ψαροπούλια, μέδουσες και πολλά άλλα. Μέχρι που κάποια στιγμή θα αγκιστρωθεί στο δόλωμα του ψαρά ένα γιγάντιο και πολύ δυνατό μπλε μάρλιν. Ο ψαράς δεν καταφέρνει να το σκοτώσει και αυτό, όντας αγκιστρωμένο, αρχίζει να τραβάει τον Σαντιάγο και τη βάρκα του προς τα ανοιχτά.
Το ψάρι θα παραμείνει αγκιστρωμένο για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Ο Σαντιάγο από τη μία θέλει να το σκοτώσει, διότι θέλει να διασφαλίσει τα προς το ζην, αλλά και γιατί είναι θέμα υπερηφάνειας για τον ίδιο να πιάσει ένα τέτοιο ψάρι, αλλά ταυτόχρονα, βλέποντας τη μάχη του ψαριού για ζωή, δένεται συναισθηματικά με το ψάρι -μάλιστα ταυτίζει τον αγώνα του για ζωή με τον δικό του προσωπικό αγώνα- με αποτέλεσμα να έχει δεύτερες σκέψεις αν θα πρέπει να το σκοτώσει. Διότι, όπως αναφέρει σε κάποιο σημείο: «Τα ψάρια είναι για να κολυμπούν ελεύθερα στον ωκεανό», δεν είναι για να βρίσκονται αγκιστρωμένα και να στερούνται την ελευθερία τους.
Μέσα, λοιπόν, σε αυτά τα ηθικά διλήμματα του Σαντιάγο, τα οποία καταλήγουν να είναι διλήμματα υπαρξιακά, αποφασίζει, μόλις ανακύπτει μια ευκαιρία, να σκοτώσει με βαριά καρδιά το ψάρι. Θλίβεται βαθιά, θεωρεί πως ένας τέτοιος μαχητής της ελευθερίας που παλεύει τρεις ημέρες και τρεις νύχτες με τον θάνατο και τον νικά, δεν αξίζει να έχει έναν τέτοιο θάνατο τελικά. Ωστόσο, το ψάρι είναι πολύ μεγάλο και η βάρκα πολύ μικρή με αποτέλεσμα ο Σαντιάγο να μην μπορεί να ανεβάσει το ψάρι πάνω στη βάρκα.
Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, ο Σαντιάγο «σέρνει» το μπλε μάρλιν, που παραμένει αγκιστρωμένο, στο πλάι της βάρκας. Το ψάρι αιμορραγεί και αυτό έχει ως αποτέλεσμα η μυρωδιά του αίματος στο νερό να τραβήξει πλήθος καρχαριών στη βάρκα του Σαντιάγο, οι οποίοι αρχίζουν και τρώνε το νεκρό πλέον μπλε μάρλιν.
Εκείνη τη στιγμή ο Σαντιάγο έρχεται με ένα ακόμη δίλημμα ηθικό: Να αφήσει τους καρχαρίες να φάνε το ψάρι που σκότωσε και άρα ο θάνατος του ψαριού να είναι μάταιος ή να σκοτώσει όλους αυτούς τους καρχαρίες για να προστατέψει το κρέας του ψαριού που χρειάζεται, γεγονός, όμως που θα προκαλέσει πολλούς μάταιους θανάτους ψαριών. Ο Σαντιάγο λυγίζει δεν μπορεί να σκοτώσει μάταια όλους αυτούς τους καρχαρίες, διότι για αυτόν αυτό θα ήταν μια παράλογη και ενάντια στη φύση επιλογή. Έτσι, λοιπόν, ο Σαντιάγο ανάμεσα στις δύο κακές επιλογές που έχει επιλέγει αυτή που ο ίδιος θεωρεί λιγότερο κακή.
Ο Σαντιάγο επιλέγει το μέτρο και όχι την απληστία. Επιλέγει τον σεβασμό απέναντι στη φύση και τη ζωή, δεν επιλέγει το χρήμα και την επιτυχημένη πορεία του ως ψαράς. Επιλέγει την ψυχική του επιβίωση που είναι διαχρονική αντί τη φυσική επιβίωση που είναι εφήμερη.
Η παράσταση πλησιάζει προς το τέλος της και τη σκυτάλη της αφήγησης παίρνει τώρα ο Μανολίνο, ο οποίος μέχρι τότε εμφανίζεται και εξαφανίζεται ακροβατώντας μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Τα χρόνια έχουν περάσει, δεν βρισκόμαστε πλέον στην εποχή του Σαντιάγο στην Αμερική του ’50, αλλά στην εποχή που είναι ο Μανολίνο μεγάλος σε ηλικία στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Ο Μανολίνο αφηγείται με μοναδικό τρόπο το πώς η τεχνολογική εξέλιξη των εφτά αυτών δεκαετιών συνδυασμένη με την απληστία του ανθρώπου κατάφερε να αναιρέσει την ουσία της. Διότι δεν είναι εξέλιξη το γεγονός πως οι ψαράδες σύντομα άρχισαν να παραγκωνίζονται, καθώς τη θέση τους πήραν μεγάλα πλοία, τα οποία με τα πελώρια δίχτυα τους έπιαναν τόνους ψάρια κάθε μέρα, τα μισά από τα οποία τα πέταγαν πάλι πίσω στη θάλασσα, νεκρά πλέον, με τον χαρακτηρισμό «απορρίμματα», διότι απλά δεν ήταν το είδος ψαριού που ήθελε να πουλήσει η εταιρεία. Στον βωμό του κέρδους συνθλιβήκαμε από τη λογική. Τα ψάρια αποτέλεσαν τα απορρίμματα του ωκεανού, ενώ το κέρδος αποτέλεσε τον μόνο γνώμονα για τη ζωή.
Η τεχνολογική εξέλιξη επιτάχυνε την τάση που ήθελε οι λέξεις να χάνουν το νόημά τους. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, σύμφωνα με την αφήγηση του Μανολίνο, οι ψαράδες αναγκάστηκαν, για να επιβιώσουν να αποτελέσουν γρανάζι σε αυτό το παράλογο και άπληστο σύστημα. Οι ψαράδες παραγκωνίστηκαν, καθώς οι εταιρείες πούλαγαν πια σε χαμηλότερες τιμές με αποτέλεσμα οι πρώτοι να πιάσουν δουλειά σε αυτά τα μεγάλα πλοία που έβγαζαν τόνους καθημερινά.
Όμως, η υπεραλίευση, η απληστία, ο παραλογισμός, η έλλειψη ενσυναίσθησης και ο μη σεβασμός απέναντι στη φύση και την ίδια τη ζωή άρχισε να φανερώνει τις παθογένειες όλων των προηγούμενων επιλογών. «Η θάλασσα άρχισε να αδειάζει» λέει ο Μανολίνο, ο ωκεανός άρχισε να αρρωσταίνει και να μην μπορεί να λειτουργήσει φυσιολογικά.
Ίσως πρέπει να επανασυστήσουμε τον Άνθρωπο στη Φύση. Ίσως πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τη Φύση. Ίσως πρέπει να επαναξιολογήσουμε τον ρόλο του Ανθρώπου στον πλανήτη και τη σημαντικότητα που έχει αυτός και οι πράξεις του για τον υπόλοιπο πλανήτη. Η κλιματική κρίση είναι εδώ, χθες. Πρέπει να σταματήσουμε από απληστία και υπεροψία να προσπαθούμε να κατακτήσουμε τη Φύση και να μάθουμε να λειτουργούμε μαζί με αυτήν και μέσα σε αυτήν. Ο Άνθρωπος αποτελεί μέρος της Φύσης, όχι δυνάστης της.
Αν η παράσταση αυτή περνάει ένα πολύ σημαντικό μήνυμα τότε αυτό το μήνυμα είναι η σημασία της θάλασσας στην ύπαρξη ζωής. Για αυτόν μάλιστα τον λόγο η θάλασσα έχει δικό της ξεχωριστό ρόλο στην παράσταση. Η μοίρα του ανθρώπου δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη μοίρα των ωκεανών. Αν αρρωστήσει ο ωκεανός, θα αρρωστήσει ο πλανήτης.
Όπως άλλωστε αναφέρει στο σημείωμά της η σκηνοθέτης, Μαρλέν Καμίνσκι:
«Δεν μπορούμε απλώς να ελπίζουμε ότι μόνο χρησιμοποιώντας την τεχνολογία, ξοδεύοντας χρήματα, θεσπίζοντας κατευθυντήριες γραμμές θα αποφύγουμε την κλιματική έκτακτη ανάγκη και την ανθρωπογενή καταστροφή των φυσικών οικοτόπων και της βιοποικιλότητας.
Ως καλλιτέχνες είναι καθήκον μας να βρούμε τρόπους για να βελτιώσουμε την ποιότητα του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι νιώθουν, ακούνε, βλέπουν και αγγίζουν τον κόσμο. Ποιος είναι ο ρόλος μας στη γη;
Είμαστε μέρος των διεργασιών της γης και αυτές οι διεργασίες συνέβαιναν πολύ πριν από εμάς και θα συμβαίνουν πολύ καιρό αφότου φύγουμε».
Έχει έρθει η ώρα ο Άνθρωπος να αγαπήσει το μόνο σπίτι του, τη Φύση και οφείλει να το κάνει τώρα. Οφείλουμε να καλλιεργήσουμε συνείδηση που θα αγκαλιάζει και δεν θα ανταγωνίζεται τη Φύση και οφείλουμε να το κάνουμε τώρα…τώρα γιατί ίσως να είναι ήδη αργά!
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου