Σκέψεις CultArt: Η Γενεαλογία της Ηθικής - Φρίντριχ Νίτσε

Το έργο του Νίτσε αποτελεί κραυγή μέσα στη νύχτα των ανθρώπων. Αποτελεί αστραπή μέσα στη σιωπή. Αποτελεί το μεταίχμιο δύο εποχών, διότι χάρη στο έργο του τέθηκε τέλος στην περίοδο της Νεωτερικότητας και αποτέλεσε αφετηρία της Μετανεωτερικότητας. Ο Νίτσε είχε το θάρρος, αλλά και την ικανότητα, να σταθεί μόνος του απέναντι σε όλη την έως τότε Δυτική Φιλοσοφία και να την αποδομήσει πλήρως με αποτέλεσμα αυτή να καταρρεύσει μπροστά στα μάτια του ελεύθερου πια ανθρώπου σαν χάρτινος πύργος.
Παρά το γεγονός πως το έργο του παρερμηνεύθηκε, καθώς συνδέθηκε με τη ναζιστική ιδεολογία και τον Χίτλερ, ενώ επί της ουσίας ο Νίτσε απεχθανόταν τον εθνικισμό, τον αντισημιτισμό και την Realpolitik, έχει ανακτήσει τη θέση του στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης. Ο Νίτσε, στην εποχή του, αποτέλεσε εκπρόσωπο ενός κόσμου που δεν είχε υπάρξει ακόμα, μα που άρχισε να υπάρχει χάρη στον ίδιο και το έργο του.
«Η Γενεαλογία της Ηθικής» είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα της ύστερης περιόδου του. Γράφτηκε το 1887, λίγα χρόνια πριν μπει σε φρενοκομείο. Επί της ουσίας, στο έργο του αυτό, ο Νίτσε ανατρέπει όλο το Καντιανό ηθικό σύστημα και επαναπροσδιορίζει τις αξίες και την ηθική.
«Η Γενεαλογία της Ηθικής» είναι το πιο συστηματικά γραμμένο βιβλίο του και χωρίζεται σε τρεις βασικές πραγματείες: α) «καλός και άσχημος», «καλός και κακός», β) «Ενοχή», «άσχημη συνείδηση» και τα συναφή και γ) τι σημαίνουν τα ασκητικά ιδεώδη.
Πραγματεία Πρώτη: «καλός και άσχημος», «καλός και κακός»
Σε αυτήν την Πρώτη Πραγματεία ο Νίτσε εξερευνά τις ρίζες, την απαρχή, της ηθικής. Διερωτάται για ποιον λόγο το αντίθετο του «καλός» από «άσχημος» έγινε «κακός». Διερωτάται για ποιον λόγο ανατράπηκε η «ηθική του πολεμιστή» και μετεξελίχθηκε σε κάτι άλλο, όπου αυτό το άλλο έχει αρνητικές επιπτώσεις για τον άνθρωπο και τη ζωή, καθώς, όπως λέει, αυτό το νέο είδος ηθικής είναι που βυθίζει τον άρρωστο πιο βαθιά στην αρρώστια, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί το αντίθετο της ζωής.
Έρχεται, λοιπόν, να απαντήσει πως είναι η «ηθική του δούλου» αυτή που εν τέλει επικρατεί. Πρόκειται για μια ηθική, η οποία είναι κομμένη και ραμμένη στις δυνατότητες του αδύναμου και στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Ό,τι είναι μέσα στις δυνατότητες του αδύναμου αυτομάτως αποτελεί το «καλό», ενώ ό,τι είναι έξω από αυτό που μπορεί ο αδύναμος είναι «κακό» -με μια χροιά σατανικού κακού. Για παράδειγμα, η αδυναμία είναι κάτι καλό, μόνο και μόνο, διότι ο αδύναμος δε μπορεί να ασκήσει τη δύναμή του σε κάτι, γεγονός που καθιστά τη δύναμη κάτι «κακό».
Με άλλα λόγια, είναι η «πολεμική αριστοκρατία» που αντικαθίσταται από την «ιερατική αριστοκρατία». Αν η πολεμική αριστοκρατία βασίζεται στη δύναμη, η ιερατική αριστοκρατία βασίζεται στη μνησικακία. Και αν από τη δύναμη τράφηκε η ηθική της αρχαιότητας, από τη μνησικακία τράφηκε το δόγμα του χριστιανισμού, το οποίο επί της ουσίας αντέστρεψε όλες τις έως τότε αξίες μία προς μία.
Ο Νίτσε θεωρεί πως οι νέες έννοιες της καλοσύνης και της συγχώρεσης αποτέλεσαν μορφές παθητικότητας, οι οποίες είχαν φορέσει έναν μανδύα ηθικής, για να μπορέσουν να δικαιολογήσουν την παθητικότητα.
Επί της ουσίας, αυτή η πρώτη πραγματεία, αφορά ξεκάθαρα στη σύγκρουση μεταξύ Ρώμης και Ιερουσαλήμ, με τον Νίτσε σαφέστατα να επιλέγει την πρώτη.
Πραγματεία Δεύτερη: «Ενοχή», «άσχημη συνείδηση» και τα συναφή
Στη Δεύτερη Πραγματεία της «Γενεαλογίας της Ηθικής» ο Νίτσε επεξεργάζεται τη σχέση της «άσχημης συνείδησης» και κατ’ επέκταση το αίσθημα της ενοχής με την έννοια της τιμωρίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Νίτσε η ενοχή με την τιμωρία δεν συνδέονται σε πρώτο χρόνο, η ενοχή συνδέεται με την αίσθηση της οφειλής κάποιου χρέους.
Με άλλα λόγια, η ενοχή σχετίζεται με το ότι κάποιος έχει προκαλέσει μια ζημιά σε κάποιον άλλον και πως για αυτή τη ζημιά υπάρχει ένα συγκεκριμένο χρέος, ανάλογο της ζημιάς, το οποίο πρέπει να ξεπληρώσει. Η σχέση αυτή παρατηρείται σε αρχαιότερες κοινωνίες.
Σύμφωνα με τον Νίτσε, η λογική πίσω από αυτό σχετίζεται με το γεγονός πως το χρέος που ξεπληρώνει κάποιος προκαλεί πόνο, ο οποίος με τη σειρά του προσφέρει έναν βαθμό ικανοποίησης σε αυτόν που βλέπει τον άλλον να πονά. Η ικανοποίηση μάλιστα είναι ακόμη μεγαλύτερη, όταν αυτός που ζημιώνεται είναι αυτός που προκαλεί τον πόνο σε αυτόν που τον ζημίωσε. Επί της ουσίας, λοιπόν, η τιμωρία είχε την έννοια της αποπληρωμής ενός χρέους.
Παράλληλα, ο Νίτσε αποκηρύσσει τις έννοιες «δίκαιο» και «άδικο» δεν θεωρεί ούτε μια πράξη ζημίας άδικη, ούτε την επιβολή της αντίστοιχης τιμωρίας δίκαιη, καθώς πιστεύει πως η φύση του ανθρώπου δεν μπορεί να συσχετιστεί με αυτές τις έννοιες. Στη φύση δεν υπάρχει δίκαιη και άδικη πράξη. Οι έννοιες αυτές αποτελούν απόρροια της αυθαίρετης καθιέρωσης ενός δικαιικού συστήματος, από το οποίο εξαρτώνται πλήρως οι προαναφερθείσες έννοιες.
Η «άσχημη συνείδηση» είναι προϊόν της ανθρώπινης ροπής για εσωτερίκευση. Δηλαδή, ο Νίτσε λέει πως οι αρχαιότερες κοινωνίες, πριν διαβρωθούν με την «ηθική του δούλου», ήταν τυραννικές και πως η στέρηση της εξωτερικής ελευθερίας ήταν ο λόγος που οδηγούσε σε ένα είδος εσωτερικής ελευθερίας, όπου η φυσική επιθυμία για σύγκρουση, τιμωρία και ανταμοιβή στρεφόταν προς τον ίδιο τον εαυτό.
Η ικανοποίηση από τον πόνο του άλλου, λοιπόν, είναι ο σπόρος που αποτέλεσε την αφετηρία τη φαύλης συνείδησης πάνω στην οποία πάτησε και δάμασε τον κόσμο η «ηθική του δούλου» αργότερα. Έτσι, αναπτύχθηκαν οι αλτρουιστικές αξίες της αυτοθυσίας, της αυτοτιμωρίας κλπ., όπου βασικός σκοπός είναι πλέον να βρει κάποιος ικανοποίηση προκαλώντας πόνο στον εαυτό του και όχι στον άλλον. Μάλιστα αναφέρει πως η εικόνα της θυσίας του ίδιου του χριστιανικού θεού αποτελεί την οριστική εκπλήρωση αυτού του χρέους.
Πραγματεία Τρίτη: Τι σημαίνουν τα ασκητικά ιδεώδη
Ο Νίτσε, στην Τρίτη Πραγματεία, αναφέρει πως το ασκητικό ιδεώδες βρίσκει την πλήρη πραγμάτωσή του στο πρόσωπο του ασκητικού ιερέα, ο οποίος είναι καθοδηγητής των δούλων και διαμορφωτής της ηθικής τους.
«Όλοι οι άρρωστοι, όλοι οι φιλάσθενοι πασχίζουν ενστικτωδώς, από μια λαχτάρα να αποτινάξουν την πνιγηρή δυσαρέσκεια και το συναίσθημα της αδυναμίας τους, να οργανωθούν σε αγέλη: Ο ασκητικός ιερέας μαντεύει το ένστικτο αυτό και το ενθαρρύνει× όπου υπάρχουν αγέλες, τις θέλησε το ένστικτο της αδυναμίας, τις οργάνωσε η εξυπνάδα/φρόνηση του ιερέα».
Για να συνεχίσει λίγο παρακάτω:
«Το βασικό τέχνασμα που επέτρεψε στον εαυτό του ο ασκητικός ιερέας, για να κάνει να αντηχήσει μέσα από την ανθρώπινη ψυχή κάθε είδους σπαρακτικής και εκστατικής μουσικής, ήταν, όπως γνωρίζουμε όλοι, το ότι εκμεταλλεύτηκε το συναίσθημα της ενοχής. Για την καταγωγή του συναισθήματος αυτού μιλήσαμε με συντομία στην προηγούμενη πραγματεία – είναι ένα ζήτημα ψυχολογίας των ζώων και τίποτε παραπάνω: το συναίσθημα της ενοχής παρουσιάστηκε σε μας στην ακατέργαστη κατάστασή του, για να το πούμε και έτσι. Μόνο χάρη στα χέρια του ιερέα, αυτού του αληθινού καλλιτέχνη στα συναισθήματα ενοχής, άρχισε να αποκτά μορφή το συναίσθημα αυτό – ω, και τι μορφή! Η «αμαρτία» -διότι αυτή ήταν η ονομασία που έδωσε ο ιερέας στην «άσχημη συνείδηση» του ζώου (στη στραμμένη προς τα πίσω σκληρότητα)- υπήρξε το μέγιστο, μέχρι τώρα, επίτευγμα στην ιστορία της άρρωστης ψυχής: στην αμαρτία βρίσκουμε το πιο επικίνδυνο και ολέθριο τέχνασμα της θρησκευτικής ερμηνείας. Ο άνθρωπος, που υποφέρει από τον ίδιο του τον εαυτό, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε όμως φυσιολογικό, σχεδόν όπως ένα ζώο, που είναι κλεισμένο μέσα σε ένα κλουβί, χωρίς να ξέρει ούτε για ποιο λόγο ούτε για ποιο σκοπό, διψώντας να βρει λόγους -οι λόγοι ανακουφίζουν-, διψώντας επίσης για γιατρικά και ναρκωτικά, συμβουλεύεται τελικά κάποιον που ξέρει ακόμη και τα κρυμμένα πράγματα – και για δες! Παίρνει μια υπόδειξη από τον μάγο του, τον ασκητικό ιερέα, την πρώτη υπόδειξη σχετικά με την «αιτία» του πόνου του: πρέπει να την αναζητήσει μέσα στον εαυτό του, σε μια ενοχή, σε κάποιο κομμάτι του παρελθόντος, πρέπει να κατανοήσει τον ίδιο του τον πόνο σαν τιμωρία… Άκουσε, κατάλαβε ο δυστυχής: τώρα είναι σαν την κότα που χάραξαν μια γραμμή γύρω της. Δεν μπορεί πια να βγει έξω απ’ αυτόν τον κύκλο με την κιμωλία: από άρρωστος να που έγινε «αμαρτωλός»… Από εκεί και πέρα, για δυο χιλιετίες περίπου, δεν μπορούμε να απαλλαχτούμε από τη θέα αυτού του καινούριου αρρώστου, «του αμαρτωλού» -θα απαλλαχτούμε άραγε ποτέ;».
Το «ασκητικό ιδεώδες», λοιπόν, είναι αυτό που, σύμφωνα με τον Νίτσε, αν και είναι το αντίθετο της ζωής, εντούτοις έχει εξαπλωθεί σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Αν ο κόσμος ήταν ένα εκκρεμές, για τον Νίτσε, στη μία άκρη θα ήταν η ζωή και στην άλλη η ηθική που προκύπτει από το ασκητικό αυτό ιδεώδες.
Ο Νίτσε θεωρεί πως αν και η ηθική αυτή αρνείται την ίδια τη ζωή, εντούτοις χρειάζεται τη ζωή, για να υπάρξει. Ο λόγος που διαιωνίζεται είναι, διότι σε έναν κόσμο που έχει χαθεί κάθε νόημα, το ασκητικό ιδεώδες παρέχει κάποιο νόημα και κίνητρο για να επιμένουν στη ζωή οι άνθρωποι. Είναι το μόνο που μπορεί να συνεχίζει να λειτουργεί σε έναν κόσμο κορεσμένο από τη ζωή.
Το «ασκητικό ιδεώδες», σύμφωνα με τον Νίτσε, δεν είναι η αιτία του μηδενισμού, αλλά αντιθέτως το σύμπτωμα μιας «κοινωνικής αρρώστιας» που χαρακτηρίζεται από «τη μεγάλη αηδία για τον άνθρωπο και τη μεγάλη συμπόνια για τον άνθρωπο».
Δεν είναι θεραπεία ούτε το «αίσθημα ενοχής» ούτε η «άσχημη συνείδηση» αν και χρησιμοποιούνται ως τέτοια από τον ασκητικό ιερέα. Τα δύο αυτά το μόνο που κάνουν είναι να βυθίζουν ακόμη περισσότερο το άτομο και την κοινωνία στην αρρώστια από την οποία ζητούν να θεραπευτούν.
Στο αν υπάρχει εναλλακτική στο «ασκητικό ιδεώδες» ο Νίτσε δεν έχει ξεκάθαρη απάντηση, αναφέρει, όμως πως ούτε η επιστημονική έρευνα, ούτε η φιλοσοφία, ούτε ο αθεϊσμός αποτελούν εναλλακτικές, αντίθετα αποτελούν τη βάση που θεμελιώνουν ακόμη περισσότερο το «ασκητικό ιδεώδες».
«Ας κοιτάξουμε πέρα από το ασκητικό ιδανικό: βλέπουμε πως ο άνθρωπος, το ζώο άνθρωπος, δεν είχε ως τώρα κανένα νόημα. Η ύπαρξή του πάνω στη γη δεν είχε κανένα σκοπό. Το ‘προς τι ο άνθρωπος γενικά;’ Ήταν ένα ερώτημα χωρίς απόκριση. Η θέληση για τον άνθρωπο και για τη γη έλειπε. Πίσω από κάθε μεγάλη ανθρώπινη μοίρα αντηχούσε ως επωδός ένα ακόμη μεγαλύτερο ‘μάταια!’ Αυτό ακριβώς σημαίνει το ασκητικό ιδανικό: ότι κάτι έλειπε, ότι ένα τεράστιο χάσμα κύκλωνε τον άνθρωπο… Δεν μπορεί κανείς να κρύψει απόλυτα από τον εαυτό του τι σημαίνει πραγματικά όλη εκείνη η θέληση που πήρε την κατεύθυνσή της από το ασκητικό ιδανικό: αυτό το μίσος κατά του ανθρώπινου, και περισσότερο ακόμη κατά του ζωώδους, και περισσότερο ακόμη κατά της ύλης, τούτη η αποστροφή μπροστά στις αισθήσεις, μπροστά σ’ αυτή τούτη τη λογική, ο φόβος μπροστά στην ευτυχία και την ομορφιά, αυτή η επιθυμία φυγής από κάθε φαινομενικό, αλλαγή, γίγνεσθαι, θάνατο, ευχή, απ’ αυτή τούτη την επιθυμία – όλα αυτά σημαίνουν, ας τολμήσουμε να το αντιληφθούμε, μία θέληση για το Τίποτα, μια αντιθέληση κατά της ζωής, μια επανάσταση κατά των βασικότερων προϋποθέσεων της ζωής, μα είναι και μένουν θέληση!…Και, για να ξαναπώ στο τέλος αυτό που έλεγα στην αρχή: ο άνθρωπος προτιμά να θέλει το Τίποτα, από το να μη θέλει τίποτα…».
«Η Γενεαλογία της Ηθικής» συγκλονίζει τον αναγνώστη. Κινητήριος δύναμη του συγγραφέα είναι να αποτινάξει το ψέμα και να προσπαθήσει να σκάψει προς τον πραγματικό δρόμο της αλήθειας. Ο Νίτσε ψάχνει εναγωνίως να βρει τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν την ανθρωπότητα -με τη θέλησή της- στο μηδέν, στο Τίποτα.
Ο Νίτσε προτείνει να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες, καθώς οι στρεβλές αξίες είναι που οδηγούν τον άνθρωπο βαθύτερα στην αρρώστια και στο να αρνείται τη ζωή. Καλεί τους ανθρώπους να επαναξιολογήσουν τις αρχαίες αξίες που βασίζονται στην «πολεμική ηθική», διότι η «ηθική του δούλου» είναι αυτή που διαβρώνει τον άνθρωπο και τη ζωή.
Μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με το έργο του Νίτσε, αν όμως κάτι είναι αδιαπραγμάτευτο είναι το γεγονός πως απογυμνώνει με ξεκάθαρο τρόπο το πόσο σχετικά είναι όλα αυτά που χτίζονται μέσα μας και γύρω μας. Όλα στηρίζονται σε μια αυθαιρεσία. Το αν θέλουμε να πιστέψουμε σε αυτήν ή όχι είναι σίγουρα ένα άλλο θέμα, τουλάχιστον όμως ας μην τη λαμβάνουμε υπόψη ως τη μία και μοναδική «Αλήθεια», διότι δεν είναι.
Αν, τελικά, ο Νίτσε προτείνει κάτι, τότε αυτό το κάτι είναι η διονυσιακή κραυγή: «Θάνατος στον θεό» και επιστροφή σε μια νέα εποχή αθωότητας.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου
