Σκέψεις CultArt: Δον Ζουάν - Πόσο Δύσκολο Να Είσαι Άντρας

Η παράσταση «Δον Ζουάν – Πόσο Δύσκολο να Είσαι Άντρας», η οποία επαναλαμβάνει την επιτυχημένη της πορεία για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Βεάκη στην Αθήνα, έρχεται να επανανοηματοδοτήσει έναν μύθο διαχρονικό –αυτόν του Δον Ζουάν, αλλά και τον ρόλο του άντρα στην κοινωνία– μέσα από σύγχρονη ματιά και κριτικό φακό.
Μέσα από την παράσταση αναδεικνύεται πληθώρα κοινωνικών ζητημάτων, οι ρόλοι των φύλων, η εξουσία, η χειραγώγηση και ταυτόχρονα η θέση του άντρα σήμερα, σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά. Στο φινάλε η παράσταση πραγματοποιεί μία ανατροπή που απαιτεί από τον θεατή να επαναπροσδιορίσει όσα νόμιζε δεδομένα.
Ας πούμε, όμως, πρώτα λίγα λόγια για την πλοκή. Η παράσταση, σε σκηνοθεσία της Λητώς Τριανταφυλλίδου, παρουσιάζει τον Δον Ζουάν ως έναν αποτυχημένο καλλιτέχνη που, προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες των πράξεών του, καταφεύγει στο μπαρ του πατέρα του.
Εκεί, σε έναν μικρόκοσμο που λειτουργεί συμβολικά σαν τη σύγχρονη κοινωνία, ανακαλύπτει ότι το πραγματικό του ταλέντο δεν είναι η τέχνη αλλά η ικανότητα να κερδίζει ακόλουθους. Γοητεύει θαμώνες, ανατρέπει σταθερές της κοινωνίας, ρόλους, ισορροπίες και σταδιακά μετατρέπει τον χώρο του μπαρ σε έναν χώρο πίστης, λατρείας της προσωπικότητάς του, σε μια «Εκκλησία της Ελευθερίας».
Η εξέλιξη της ιστορίας προχωρά γρήγορα και ο θεατής παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα. Μάλιστα ο προσεκτικός θεατής θα στενοχωρηθεί και θα απορήσει με αυτό που βλέπει, όμως, το τέλος θα δώσει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της παράστασης. Αρχικά ο Δον Ζουάν παρουσιάζεται ως ο κλασικός γόης –καρδιοκατακτητής, αδιάφορος για τις συνέπειες των πράξεών του. Στη συνέχεια όμως η αφήγηση τον θέτει σε ρόλο ηγετικό, σχεδόν χαρισματικό, που προσφέρει απλοϊκές απαντήσεις απέναντι σε έναν ιδεολογικά πολύπλοκο κόσμο. Ο μικρόκοσμος του μπαρ –που γίνεται «εκκλησία»– λειτουργεί ως σκηνικό όπου οι ακόλουθοί του υποτάσσονται. Είναι σε εκείνο το σημείο, όπου η έννοια της ελευθερίας χωρίς κανόνες αναδεικνύεται αλλά και αμφισβητείται.
Στην παράσταση τίθενται τα εξής βασικά ερωτήματα: Μήπως η εποχή μάς ωθεί στο να γίνουμε φανατικοί της ιδεολογίας που έχουμε διαλέξει; Έχει μεγαλύτερη σημασία ο άνθρωπος ή το μήνυμα που φέρει; Είμαστε ικανοί να ακούσουμε κάτι σωστό από τον λάθος άνθρωπο ή παραμένουμε τυφλά πιστοί στους εκπροσώπους της ιδεολογίας μας;
Στο τέλος της παράστασης ο θεατής οδηγείται σε μια μεγάλη ανατροπή: Ο Δον Ζουάν, που αρχικά αποδεικνύεται «άτρωτος» στο παιχνίδι της εξουσίας, της γοητείας και της χειραγώγησης, στο τέλος έρχεται αντιμέτωπος με το γεγονός ότι η απόλυτη ελευθερία που διαλαλούσε δεν ήταν παρά ένας μύθος και πως ο ίδιος, ως σύμβολο, γίνεται θύμα του δικού του παιχνιδιού. Με άλλα λόγια, η λατρεία που δημιούργησε γύρω του στρέφεται εναντίον του.
Η παράσταση λειτουργεί ως καθρέφτης της σύγχρονης κοινωνίας και μέσα από τον χαρακτήρα του Δον Ζουάν αναδύονται πολλαπλά θέματα:
Ως πιο βασικό είναι η θέση του άντρα στη σύγχρονη κοινωνία. Ο Δον Ζουάν δεν είναι απλώς ένας σαγηνευτικός άντρας· στην αναθεωρημένη εκδοχή είναι ένας νάρκισσος ηγέτης που υπόσχεται ελευθερία και δεν δέχεται όρια. Αυτό αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η αντρική ταυτότητα, ειδικά η «παραδοσιακή» –σκληρός, παντοδύναμος κτλ.– βρίσκεται σε κρίση. Ή μήπως ήταν πάντα σε κρίση γιατί ήταν πάντα ασύμβατη με την ψυχοσύνθεση του άντρα;
Η παράσταση ρωτά: Τι σημαίνει πλέον «να είσαι άντρας»; Είναι το «δικαίωμα στη γοητεία», στο «παιχνίδι της επιθυμίας» ανδρική στάση; Ή μήπως η αυτοδιάθεση και η ελευθερία που επικαλείται ο Δον Ζουάν είναι μια παραπλανητική υπόσχεση; Ο χαρακτήρας δείχνει ότι η δύναμη μπορεί να γίνει χειραγώγηση και πως η ανδρική ταυτότητα που βασίζεται στο «εγώ» και στην επιβολή μπορεί να καταλήξει σε παγίδα ή ακόμη και σε συντριβή του ατόμου και της κοινωνίας.
Η παράσταση τονίζει, επίσης, πως ο Δον Ζουάν δεν είναι μόνο ερωτικός κατακτητής είναι και ένας που κερδίζει ακόλουθους χειραγωγώντας τους. Η ικανότητά του να μετατρέψει έναν απλό χώρο –ένα μπαρ– σε χώρο λατρείας («Εκκλησία της Ελευθερίας») δείχνει πώς η εξουσία της προσωπικότητας μπορεί να γίνει ιδεολογία. Αυτή η μετάλλαξη –από ερωτικό παιχνίδι σε ιδεολογία– δείχνει τον τρόπο με τον οποίο στη σύγχρονη εποχή η γοητεία μπορεί να μεταβληθεί σε «brand», η ελευθερία σε δόγμα και η επιθυμία σε αίσθηση υπεροχής.
Η παράσταση σχολιάζει πως το να είσαι αδιάφορος για τις συνέπειες είναι ενδεικτικό μιας κουλτούρας που αποποιείται την ευθύνη. Η χειραγώγηση δεν συμβαίνει πάντα με την ωμή βία εδώ συμβαίνει μέσω γοητείας και υποσχέσεων. Και το αποτέλεσμα είναι πως ο ακόλουθος πιστεύει στον ηγέτη του χωρίς να σκεφτεί.
Τρίτον, το έργο θέτει το δίλημμα: Μια «ελευθερία χωρίς κανόνες» είναι πραγματική ελευθερία ή παράθυρο σε αυθαιρεσία; Στην παράσταση ο Δον Ζουάν προπαγανδίζει την ελευθερία ως απόρριψη των παραδοσιακών αξιών, αλλά στην πράξη γίνεται απόλυτος κανόνας. Αυτός ο αντιφατικός χαρακτήρας, ελευθερία-αυθαιρεσία, αναδεικνύει τη σύγχρονη σύγκρουση: Η ελευθερία του ατόμου απέναντι στη συλλογική ευθύνη, οι κανόνες που κάποιοι θεωρούν περιορισμούς και κάποιοι βασικά εργαλεία κοινωνικής ζωής.
Τέλος, είναι χαρακτηριστικό πως η παράσταση αναφέρεται σε μία «κοινωνία έντονων αντιπαραθέσεων και ιδεολογικής σύγχυσης». Ο Δον Ζουάν της παράστασης δεν είναι μόνο ένας ερωτικός κατακτητής· είναι ένα προσωπείο ηγέτη που εκμεταλλεύεται το κενό της εποχής. Όταν τα παλιά ιδεολογικά σχήματα καταρρέουν, όταν οι άνθρωποι αναζητούν γρήγορες λύσεις, όταν η επιθυμία να «ανήκω κάπου» γίνεται σημαντικότερη από το «τι πιστεύω», τότε εμφανίζονται προσωπικότητες που υπόσχονται απλά μηνύματα και ενίοτε γίνονται λατρεία. Κάποιος που έχει διαβάσει τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι μοιραία θα κάνει τη σύγκριση μεταξύ Δον Ζουάν και Πέτρου Στεπάνοβιτς.
Η παράσταση ρωτά ευθέως: Ποιος είναι ο εκπρόσωπος της ιδεολογίας; Ο άνθρωπος ή το μήνυμα; Και τι γίνεται, όταν το μήνυμα περνάει πάνω από τον άνθρωπο;
Μέσα από ένα πολύ έξυπνο σενάριο υπογραμμίζεται η αμφισβήτηση των αντρικών προτύπων και των κοινωνικών στερεοτύπων συλλήβδην. Η παράσταση δείχνει ότι ο άντρας που δεν έχει όρια, που δεν λογαριάζει, που γίνεται αρρωστημένα εγωιστής, δεν είναι ελεύθερος, αντίθετα είναι απομονωμένος. Το χειρότερο, δε, από όλα, είναι ότι μετατρέπεται σε σύμβολο δυνάμεων που δεν ελέγχει. Ο σύγχρονος άντρας καλείται να επανεξετάσει τι σημαίνει να έχει δύναμη χωρίς εξουσία, να έχει ρόλο χωρίς χειραγώγηση, να έχει ελευθερία χωρίς απομόνωση.
Επιπλέον, η παράσταση θίγει τη σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά στερεότυπα: Ο άντρας που «πρέπει» να είναι κυρίαρχος, επιτυχημένος, ανεξάρτητος και ο άντρας που «πρέπει» να είναι συμπονετικός, ισότιμος, ευάλωτος. Η προσωπικότητα του Δον Ζουάν επιλέγει την πρώτη εκδοχή, αλλά η παράσταση οδηγεί στην αποκάλυψη πως αυτή η επιλογή είναι η καταστροφή τόσο η δική του όσο και της κοινωνίας που απαρτίζεται από τέτοιους άντρες…
Η μεγάλη στιγμή της παράστασης έρχεται στο φινάλε, όπου η αφήγηση αντιστρέφει τη δυναμική: Ο πρωταγωνιστής, που μέχρι εκείνη τη στιγμή χειραγωγούσε, γοήτευε, καθοδηγούσε, αντιμετωπίζει το αποτέλεσμα του παιχνιδιού του. Η «Εκκλησία της Ελευθερίας» που είχε χτίσει με τους ακολούθους του, αποκαλύπτεται ως «Εκκλησία της Εξάρτησης» των ακόλουθων, της προσωπικότητας, της λατρείας.
Με αυτήν την ανατροπή, ο θεατής αναγκάζεται να επανεξετάσει: Ποιος ήταν ο πραγματικός νικητής; Και ποιος ο ηττημένος; Ο «ανώτερος άντρας» της αρχής αποδεικνύεται ανίσχυρος μπροστά στις συνέπειες της εξουσίας του. Έτσι, η «ελευθερία» που διαφήμιζε αποδεικνύεται παγίδα και ο θεατής, που πιθανώς αναγνώριζε στοιχεία του ήρωα στον εαυτό του ή στην κοινωνία γύρω του, προσκαλείται να δει την ανάποδη όψη. Προσκαλείται στο να σταματήσει να αποδέχεται ή και να αναπαραγάγει τα τέρατα της εποχής μας!
Η ανατροπή λειτουργεί και ως καμπανάκι: Δεν είναι πια μόνο η είσοδος στο μπαρ/«εκκλησία». Είναι η αναμέτρηση με αυτό που δημιουργήσαμε. Ο Δον Ζουάν γίνεται σύμβολο όχι της ελευθερίας, αλλά της εξουσίας που πληρώνει το τίμημα και ο θεατής δεν είναι πλέον απλός παρατηρητής, αλλά γίνεται συνένοχος στα αδικήματα που διέπραξε ο Δον Ζουάν.
Συμπερασματικά, το έργο δεν αποτελεί μόνο μια σκηνική απόδραση, αλλά και μια κοινωνική καταγγελία. Μέσα από ένα κλασικό πρότυπο –τον Δον Ζουάν– αναδεικνύονται τα σύγχρονα αδιέξοδα της αντρικής ταυτότητας, της εξουσίας, της επιρροής, της ελευθερίας και των ορίων της.
Η ελευθερία που δεν αναγνωρίζει το πλαίσιο μπορεί να γίνει αυταρχισμός και η ανατροπή στο τέλος, αυτή η στιγμή που ο καθρέφτης σπάει, είναι η στιγμή που καλούμαστε να δούμε όχι τον Δον Ζουάν, αλλά εμάς τους ίδιους.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου
