Σκέψεις CultArt: Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό

Τι είναι το θέατρο; Τι σημαίνει όταν λέμε ότι μια θεατρική παράσταση είναι καλή; Ο Αριστοτέλης δίνει τον παρακάτω ορισμό για την τραγωδία: «ἔστιν οὖν τραγῳδία…» … Αστειεύομαι!
Ο ορισμός, πολλές φορές, είναι περιορισμός και ο περιορισμός είναι το αντώνυμο του συναισθήματος. Να μια λέξη που μπορεί να περιγράψει το θέατρο: Συναίσθημα! Αυτό που για εμένα, κάνει μια παράσταση να ξεχωρίσει, είναι τα συναισθήματα που μου προκαλεί, θετικά ή αρνητικά, εκείνη την ώρα. Όσο πιο έντονα τα συναισθήματα που μου δημιουργεί τόσο πιο βαθιά διεισδύουν οι ερμηνείες, το κείμενο, η σκηνοθεσία (ό,τι απαρτίζει μια παράσταση) στην ψυχή μου.
Κάτι τέτοιο μου συνέβη ένα βραδάκι Δευτέρας που πήγα να παρακολουθήσω την παράσταση «Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό» σε σκηνοθεσία Σωτήρη Ρουμελιώτη. Συνοπτικά, η πλοκή της παράστασης αφορά σε ένα βίντεο ερωτικού περιεχομένου μιας δασκάλας δημοτικού, το οποίο με κάποιον τρόπο, και παρά τη θέληση της δασκάλας, διαρρέει στο διαδίκτυο. Την αμέσως επόμενη στιγμή το βίντεο και η δασκάλα γίνεται το μείζον ζήτημα στο σχολείο. Συγκεκριμένα, κάποιος από τους γονείς των παιδιών στέλνει το βίντεο στην ομαδική συνομιλία των γονέων της τάξης και αποφασίζουν πως είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει άμεσα συνέλευση γονέων και κηδεμόνων με την παρουσία της δασκάλας και του διευθυντή, για να αποφασιστεί το μέλλον της. Με άλλα λόγια, οι γονείς αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και εγώ νιώθω πως αυτή η συμπεριφορά δεν απέχει και πολύ απ’ την αυτοδικία.
Από τη μια στιγμή στην άλλη, ο χώρος του θεάτρου που έχει πάει ο ανυποψίαστος θεατής να παρακολουθήσει, μετατρέπεται σε γενική συνέλευση γονέων και κηδεμόνων και προτού καν προλάβει να το συνειδητοποιήσει η γενική συνέλευση έχει μετατραπεί σε ένα άκρως κυνικό λαϊκό δικαστήριο. Το γεγονός, μάλιστα, ότι το σκηνικό έχει στηθεί με τρόπο όπου οι ηθοποιοί που υποδύονται γονείς ή κηδεμόνες κάθονται μέσα στο κοινό, αμέσως μετατρέπει τον όποιο θεατή σε γονέα ή κηδεμόνα και, εν τέλει, σε συμμέτοχο ή ίσως και συνένοχο στο λαϊκό αυτό δικαστήριο που ξετυλίγεται μπροστά μας.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί η δεινότητα των ερμηνειών των ηθοποιών, οι οποίοι υποδύονται τουλάχιστον 3-4 διαφορετικούς χαρακτήρες γονέων ή κηδεμόνων ο καθένας με θαυμαστή επιτυχία. Η εναλλαγή των ερμηνειών από τον έναν χαρακτήρα στον άλλον είναι καθηλωτική!
Η δασκάλα στέκεται στη μέση και δέχεται βέλη από παντού. Το θύμα γίνεται θύμα εις διπλούν! Μα, όταν αρχίζει να ξετυλίγεται το εύρος όλων αυτών των χαρακτήρων των γονέων, φανερώνονται όλα εκείνα τα συσσωρευμένα στερεότυπα, όλες εκείνες οι συσσωρευμένες προκαταλήψεις, που φυτεύονται στο μυαλό του καθενός μας ήδη από την ημέρα της γέννησής μας. Όλα τα τέρατα που επιμελώς κρύβονται κάτω από το χαλί μέσα στην επιτηδευμένη ευγένεια της καθημερινότητας, αναδύονται έτοιμα να κατασπαράξουν τον πρώτο που θα βρεθεί σε ευάλωτη θέση. Αναδύεται ο σεξιστής, ο μισογύνης, ο ρατσιστής, ο φασίστας, ο «ηθικός», ο «καθωσπρέπει»… Αναδύονται όλες αυτές οι συμπεριφορές που προσποιούμαστε πως απέχουν από τον τρόπο που εμείς προσεγγίζουμε τη ζωή μέχρι τη στιγμή εκείνη που οι μάσκες πέφτουν, ο καθρέφτης της τελειότητας σπάει, τα κίνητρα απογυμνώνονται και όλοι στεκόμαστε «γυμνοί» απέναντι στον πραγματικό μας εαυτό και απέναντι σε μια αρρωστημένη κοινωνία που μας έπλασε και που εμείς συνεχίζουμε να την πλάθουμε με τη σειρά μας, είτε ως γονείς είτε μέσα από οποιονδήποτε κοινωνικό ρόλο, με τα ίδια αρρωστημένα υλικά, δίχως να σκεφτόμαστε πριν πράξουμε από συνήθεια.
Και μέσα σε όλο αυτό το χάος των συναισθημάτων που νιώθει ο θεατής, η παράσταση είναι στημένη με τέτοιον τρόπο, που σε κάνει συμμέτοχο και συνένοχο μιας αποτρόπαιας περίστασης: «Εγώ, τελικά, πού στέκομαι σε όλο αυτό;» αναρωτιέσαι «είμαι και εγώ ένα τέρας που διαιωνίζω τέρατα; Είμαι υποκριτής; Με πόση ευκολία θα δείξω με το δάχτυλο τον άλλον και θα τον καταγγείλω; Το ίδιο το κάνω για τον εαυτό μου ή βολεύομαι μέσα σε μια εξωραϊσμένη ψευδαίσθηση που έχω φτιάξει ως εικόνα του εαυτού μου;».
Η παράσταση αυτή σε κάνει να νιώθεις αμηχανία, ντροπή, ενοχή. Τη στιγμή που όλοι γελάνε, σε κάνει να θέλεις να κλάψεις βαθιά. Είναι τόσες οι στιγμές που δεν ξέρεις τι ακριβώς νιώθεις! Ίσως να είναι μια κραυγή αγωνίας που ξεκινά ως γέλιο και καταλήγει σε σπαρακτικό κλάμα…
Η παράσταση θίγει ζητήματα χωρίς να τα θίξει, καταγγέλλει χωρίς να προβαίνει σε καμία καταγγελία, διακωμωδεί χωρίς να γελάει, τραγικοποιεί χωρίς να κλαίει! Εν τέλει η παράσταση αυτή δεν προσφέρει εύκολες λύσεις, προσφέρει σκάψιμο προς τα μέσα μέχρι εκείνο το κομμάτι της ψυχής που ούτε αυτός που το κουβαλά δεν γνωρίζει ότι υπάρχει μέσα του.
Η παράσταση αυτή είναι αξιέπαινη γιατί γίνεται καθρέφτης μιας ολόκληρης εποχής, μεγεθύνει με τον φακό της όπου κρίνει πως χρειάζεται, προβληματίζει, αποτελεί αφορμή για επί της ουσίας αναστοχασμό και –γιατί όχι;– επαναπροσδιορισμό της σχέσης μας με τον βαθύτερό μας εαυτό, τη σχέση μας με τους άλλους ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου και, εν τέλει, επαναπροσδιορισμό του βλέμματος με το οποίο αντικρίζουμε τον κόσμο και τη ζωή…
Και, αν η παράσταση στέκεται με θάρρος απέναντι στον πειρασμό του να σου υποδείξει το τέλος δίνοντάς σου τρεις εναλλακτικές, εσύ, τελικά, ποιο τέλος θα διάλεγες ή μήπως, θέλοντας να κρατήσεις τις αποστάσεις σου, θα άφηνες τους άλλους να διαλέξουν για εσένα;
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου
Συντελεστές:
Ερμηνεύουν: Άγγελος Ανδριόπουλος, Ελένη Βαΐτσου, Ελένη Δαφνή, Σπύρος Σουρβίνος
Διασκευή: Κατερίνα Παπαναστασάτου
Σκηνοθεσία/ Σχεδιασμός φωτισμών: Σωτήρης Ρουμελιώτης
Σκηνικά: Αιμιλία Κακουριώτη
Κοστούμια: Θεανώ Τσαλόγλου
Μουσική: Τίτος Γρηγορόπουλος
Φωτογραφίες/ trailer: Αναστασία Γιαννάκη
Γραφιστική επιμέλεια: Βάγια Κεκέ
Επικοινωνία: Ανζελίκα Καψαμπέλη
Παραγωγή: Θεατρική Ομάδα Γέφυρα
Χώρος: ΠΛΥΦΑ – Κτίριο 7Γ
