Σκέψεις CultArt: Ripley
«Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» για τον κύριο Τομ Ρίπλεϋ και για κάθε κύριο Ρίπλεϋ που ζει ανάμεσά μας στην οικογένειά μας, στη δουλειά μας, στις φιλικές μας παρέες ή ακόμη και περνώντας από δίπλα μας σαν περαστικός.
Είναι οι άνθρωποι αυτοί, γοητευτικοί και ελκυστικοί, που στην ψυχή τους φωλιάζει μια από τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι άνθρωποι, οι αδίστακτοι, οι οποίοι με κάθε ευκαιρία και με οποιονδήποτε τρόπο θα διεκδικήσουν και θα πάρουν αυτό που θέλουν.
Η σειρά «Ripley», βασισμένη στη σειρά βιβλίων της Πατρίσια Χάισμιθ, έρχεται να προσθέσει αξία στον γνωστό -τόσο από τα βιβλία όσο και από κινηματογραφικές μεταφορές τους- χαρακτήρα μέσα από τη μοναδική ματιά του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Στίβεν Ζέιλαν, ο οποίος επιλέγει όλη η σειρά να είναι ασπρόμαυρη. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στις αποχρώσεις του λευκού και του μαύρου, ανάμεσα στις σκιές και το φως είναι που χάνεται και εμφανίζεται πάλι ο Ρίπλεϋ. Το γεγονός πως η σειρά είναι ασπρόμαυρη, πέρα από το ότι δίνει μια αίσθηση διαχρονικότητας, υπερτονίζει τα noir στοιχεία της ιστορίας δημιουργώντας μια εξαιρετική ατμόσφαιρα, η οποία πρωταγωνιστεί από μόνη της.
Η ιστορία ξεκινάει στη Νέα Υόρκη του 1960, όπου ο Ρίπλεϋ ζει σε ένα σπίτι -σχεδόν ερείπιο- και προσπαθεί με μικροαπατεωνιές να τα βγάλει πέρα. Είναι ένας άνθρωπος κοινωνικά περιθωριοποιημένος είτε από επιλογή δική του είτε από επιλογή της κοινωνίας. Μέχρι που μια μέρα τον βρίσκει ένας ντετέκτιβ, εντεταλμένος του Χέρμπερτ Γκρίνλιφ, μεγιστάνας ναυπηγικής βιομηχανίας που του προτείνει μια φαινομενικά απλή δουλειά.
Ο Χέμπερτ, πατέρας του Ντίκι, καλεί τον Τομ, ο οποίος ήταν γνωστός του γιου του, να πάει σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ιταλίας, ονόματι Ατράνι, όπου κατοικεί πλέον ο Ντίκι, με σκοπό να τον πείσει να γυρίσει στη Νέα Υόρκη, να αφήσει την καλοπέραση και να αναλάβει τα ηνία της εταιρείας του.
Έτσι, λοιπόν, η «αποστολή» του Τομ είναι να πάει με όλα τα έξοδα πληρωμένα σε έναν επίγειο ιταλικό Παράδεισο και απλά να πείσει τον Ντίκι να γυρίσει πίσω στη Νέα Υόρκη. Ο Τομ, όμως, σύντομα θα γοητευτεί με τη ζωή του Ντίκι και της κοπέλας του Μαρτζ με αποτέλεσμα να φανερώσει στον Ντίκι τον πραγματικό λόγο που έχει πάει εκεί. Είναι συγκλονιστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Τομ, ενώ λέει την αλήθεια για τον λόγο που έχει πάει εκεί στον Ντίκι, στην πραγματικότητα είναι βαθιά υποκριτής. Με το τέχνασμα, λοιπόν, αυτό της αποκάλυψης της αλήθειας ο Ντίκι αρχίζει να τον εμπιστεύεται όλο και περισσότερο, την ίδια ώρα που μεγαλώνει η καχυποψία της Μαρτζ στο πρόσωπο του Τομ.
Ο Τομ εισβάλει βίαια στη ζωή του καλού, αλλά αφελή, Ντίκι και φέρνει κυριολεκτικά τα πάνω-κάτω. Αρχίζει ήδη από τη στιγμή που μένει στην έπαυλη του Ντίκι να ετοιμάζει σταδιακά και συστηματικά τη μεγάλη «έξοδό» του. Συλλέγει όλα εκείνα τα στοιχεία που χρειάζεται και έτσι τη στιγμή που δολοφονεί τον Ντίκι, ο οποίος έχει αποφασίσει να διώξει τον Τομ τελικά, είναι έτοιμος να γίνει Ντίκι στη θέση του Ντίκι.
Ο Τομ Ρίπλεϋ μπερδεύει τους πάντες από τη Μαρτζ και τους φίλους του Ντίκι μέχρι τις τραπεζικές και αστυνομικές αρχές της Ρώμης, της Νάπολης, του Παλέρμο, της Βενετίας, αλλά ακόμη και τον κάθε θεατή. Μετά τον φόνο του Ντίκι, ο Τομ οικειοποιείται όλη του την περιουσία και επί της ουσίας όλη του τη ζωή. Ο Τομ Ρίπλεϋ από τη στιγμή που δολοφονεί τον Ντίκι, μπλέκεται σε μια κατάσταση όλο και πιο βαθιά, όπου στην προσπάθειά του να καλύψει τη δολοφονία του Ντίκι προβαίνει και σε άλλες δολοφονίες και παράνομες πράξεις.
Ο Τομ, ένας χαρακτήρας βαθιά τρομακτικός, ο οποίος, όμως, φαίνεται ελκυστικός και γοητευτικός μέχρι να καταλάβεις ποιος πραγματικά είναι, είναι ένας άνθρωπος με μηδενική ενσυναίσθηση, ο οποίος τρέφεται από την υποκρισία. Η υποκρισία, ενώ ξεκινά και είναι το μέσο για να πετύχει ο Τομ αυτό που θέλει, τελικά καταλήγει να γίνεται αυτοσκοπός. Βρίσκει νόημα στη ζωή του μέσω της πρόκλησης του να μη γίνουν αντιληπτά τα ψέματά του και της ίντριγκας που δημιουργεί.
Οι χαρακτήρες της σειράς, αλλά και ο κάθε θεατής φτάνει στο σημείο, όπου δεν μπορεί να ξεχωρίσει τη λεπτή γραμμή μεταξύ αλήθειας και ψέματος, μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
Ο κύριος Ρίπλεϋ είναι ένας κοινωνιοπαθής, ο οποίος δεν έχει κανένα ηθικό όριο, κανέναν φραγμό και ούτε ίχνος ενσυναίσθησης. Δεν σκέφτεται σε καμία περίπτωση το κόστος και τη ζημιά που θα προκαλέσει στους γύρω του, αρκεί να πετύχει αυτό που πραγματικά θέλει.
Είναι μια σειρά βραδείας καύσης, γεγονός που δίνει χρόνο στον θεατή να αντιληφθεί, να αφουγκραστεί και ενδεχομένως να κατανοήσει τον ψυχισμό ενός τέτοιου ατόμου, που η επιθυμία του να γίνει μέλος μιας ελίτ, την οποία απεχθάνεται, τον οδηγεί σε απελπισμένες αλλά και αδίστακτες πράξεις.
Ο κύριος Ρίπλεϋ έχει έναν πολύπλοκο και πολυδιάστατο ψυχισμό, τις περισσότερες πτυχές του οποίου ο ίδιος επιλέγει να αφήνει στο σκοτάδι, μακριά από το φως.
Αν και η πλοκή είναι καταιγιστική, ο ρυθμός των επεισοδίων είναι αργός, γεγονός που επιτείνει την αγωνία σε συνδυασμό μάλιστα με τις όμορφες εικόνες από τα γραφικά τοπία της παραθαλάσσιας Ιταλίας, τις αναγεννησιακές εικόνες της Ρώμης που ξεχειλίζουν Τέχνη και Πολιτισμό, τη μοναδική Βενετία, αλλά και τις παραδοσιακές εικόνες από τη Νότια Ιταλία, καθώς επίσης το ασπρόμαυρο φόντο και ο σκοτεινός κύριος Ρίπλεϋ μαζί με τους πίνακες του Καραβάτζο δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ανεπανάληπτη που κεντρίζει το ενδιαφέρον του καθενός από την πρώτη κιόλας στιγμή.
Ο νιτσεϊκός Ρίπλεϋ είναι ένας ιδιότυπος χαρακτήρας που δεν επιθυμεί την κατανάλωση της επιθυμίας, αλλά το άγγιγμα αυτής. Δεν επιθυμεί την απόλαυση, αλλά το πλησίασμα της απόλαυσης.
Μέσα από τη συγκεκριμένη, υψηλής ποιότητας, σειρά αναδύονται νιτσεϊκά ερωτήματα περί ηθικής, αλλά και υπαρξιακά ερωτήματα σχετικά με τη σχέση του Ανθρώπου με την υποκρισία.
Η ιστορία του κύριου Ρίπλεϋ, ενός ανθρώπου περιθωριοποιημένου που δεν χωράει μέσα στα κοινωνικά πλαίσια που έχουν θεσπιστεί, μας δείχνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο το πόσο ασαφής είναι η γραμμή μεταξύ καλού και κακού, μεταξύ αλήθειας και ψέματος, μεταξύ φωτός και σκοταδιού.
Οι παύσεις, η σιωπή, οι διεισδυτικές ματιές του κύριου Ρίπλεϋ είναι αυτές που δίνουν δύναμη στον βασικό χαρακτήρα, ο οποίος φαίνεται να μην μπλέκεται τελικά στον ιστό που ο ίδιος υφαίνει για τους άλλους. Είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι δοσμένη αυτή η σειρά που μας κάνει να αναρωτηθούμε για το πόσους κύριους Ρίπλεϋ ανεχόμαστε στην καθημερινότητά μας ηθελημένα ή μη.
Και με τον δικό μας κύριο Ρίπλεϋ; Με τον Ρίπλεϋ του εαυτού μας τι γίνεται; Είμαστε διατεθειμένοι να τον κάνουμε πέρα ακόμα και αν αυτό αποτελέσει λόγο για να σκάσει η φούσκα της εγωπάθειάς μας και του ναρκισσισμού μας; Τελικά «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» κύριε Ρίπλεϋ, πολύ πιθανόν. «Ποιος, όμως, θα αγιάζει τον σκοπό;» ρωτάει ο Καμύ. Μας ενδιέφερε άραγε ποτέ αυτό το ερώτημα ή είναι προσχηματικό; Και αν μας ενδιαφέρει το ερώτημα αυτό τελικά, μήπως πρέπει να επιλέγουμε τα «μέσα» μας με περισσότερη προσοχή; Μήπως να παραδεχτούμε πως δεν περιστρέφονται όλα γύρω από εμάς και πως εμείς χωρίς τους άλλους είμαστε ένα τίποτα;
Μήπως τελικά να μην χρειάζεται ο εαυτός μας να είναι πάντα υπεράνω όλων; Όσο και αν μας σπρώχνει το σύστημα και ένα υπνωτισμένο κοινωνικό ρεύμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ίσως, τελικά, να έχει μεγαλύτερη αξία το πώς κάνεις κάτι και όχι τόσο το τι κάνεις και το τι είσαι. Ίσως να ασχοληθούμε περισσότερο σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο με το πώς φτάσαμε όπου φτάσαμε και όχι να χειροκροτούμε και να ζητωκραυγάζουμε για το γεγονός ότι φτάσαμε!
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου