Σκέψεις CultArt: Awakenings
Σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, τόσο ο Robin Williams, όσο και ο Robert De Niro στην ταινία «Awakenings», μια ταινία της δεκαετίας του ’90, μας δείχνουν όλους εκείνους τους λόγους, όπου η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση πρέπει κάποια στιγμή να γίνουν ο ακρογωνιαίος λίθος των κοινωνιών του σήμερα.
Η ταινία βασίζεται σε αληθινή ιστορία και συγκεκριμένα στις σημειώσεις του γιατρού Όλιβερ Σακς, ο οποίος τη δεκαετία του ’60 ασχολήθηκε με ασθενείς που είχαν προσβληθεί από εγκεφαλίτιδα σε μικρή ηλικία και αργότερα εμφάνισαν διάφορα σύνδρομα, τα οποία είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό την κατατονία.
Η ταινία μεταφέρεται, λοιπόν, στη Νέα Υόρκη του 1969 και συγκεκριμένα στο τοπικό νοσοκομείο Μπρονξ. Ο Dr. Malcolm Sayer περνάει από μια συνέντευξη για μια θέση εκεί. Αν και η καριέρα του μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι αφιερωμένη στην ερευνητική ιατρική και δίχως ιδιαίτερη κλινική εμπειρία, εν τέλει, αποδέχεται τη θέση.
Από την πρώτη κιόλας μέρα που αρχίζει να εγκλιματίζεται στο περιβάλλον του νοσοκομείου, μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως κανένας από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές δεν ασχολείται ουσιαστικά με τους κατατονικούς ασθενείς. Λίγο η καθημερινότητα, λίγο η ρουτίνα, λίγο η συνήθεια μιας κατάστασης είναι στοιχεία που διαλύουν την όποια όρεξη και διάθεση των γιατρών και νοσηλευτών να ασχοληθούν ουσιαστικά για τη βελτίωση της κατάστασης των κατατονικών ασθενών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ασθενείς να ακροβατούν μεταξύ ζωής και θανάτου, είναι σαν ζωντανοί-νεκροί, καθισμένοι σε μια καρέκλα, με βλέμμα κενό, ανήμποροι να κάνουν το οτιδήποτε, ανήμποροι να γευτούν τη ζωή.
Ο Dr. Sayer από την πρώτη κιόλας στιγμή πάει κόντρα σε αυτό και αρχίζει να ασχολείται σοβαρά, για να βρει τρόπους να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των ασθενών. Αρχίζει να παρατηρεί πως το μυαλό των ασθενών σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα λειτουργεί άψογα, για παράδειγμα σε ένα τραγούδι, στο άκουσμα του ονόματός τους, σε ένα παιχνίδι με μπάλα. Οι υπόλοιποι γιατροί βλέπουν, όμως, με καχυποψία τις προσπάθειες αυτές. Μέχρι που σε ένα συνέδριο για τη νόσο του Πάρκινσον γίνεται λόγος για το φάρμακο L-DOPA που σημειώνει ιδιαίτερη επιτυχία. Ο Dr. Sayer πείθει τους υπόλοιπους γιατρούς να χρησιμοποιήσει πειραματικά σε έναν κατατονικό ασθενή το φάρμακο αυτό.
Ο ασθενής αυτός είναι ο Leonard. Το φάρμακο φαίνεται στην αρχή να έχει συγκλονιστικά θετικά αποτελέσματα. Μέσα σε λίγο καιρό, ο Leonard, από εκεί που ήταν καθηλωμένος σε μια καρέκλα είναι σε θέση να ζει, σχεδόν, όπως ένας μέσος άνθρωπος. Η μόνη εξαίρεση είναι πως βρίσκεται ακόμη υπό στενή παρακολούθηση από τους γιατρούς και η ζωή του περιορίζεται κατά βάση εντός του νοσοκομείου.
Η θεαματική βελτίωση του Leonard έχει ως αποτέλεσμα το φάρμακο να χορηγηθεί και στους υπόλοιπους κατατονικούς ασθενείς. Οι ασθενείς παρουσιάζουν, επίσης, θεαματική βελτίωση. Είναι εκείνη ακριβώς η στιγμή που ο Leonard ερωτεύεται μια κοπέλα που επισκέπτεται το νοσοκομείο.
Η θέληση του Leonard να συναντά πιο συχνά την κοπέλα αυτήν τον βάζει στη διαδικασία να διεκδικήσει περισσότερα δικαιώματα στο νοσοκομείο, όπως για παράδειγμα μια βόλτα χωρίς επιτήρηση. Οι γιατροί είναι πολύ επιφυλακτικοί και αρνούνται. Ο Leonard αρχίζει να εμφανίζει όλο και περισσότερα τικ, τα οποία εντείνονται ραγδαία μετά από μια τραυματική εμπειρία. Στην προσπάθειά του να βγει χωρίς άδεια, η ασφάλεια του νοσοκομείου του συμπεριφέρεται ωσάν να ήταν κακοποιός. Έκτοτε ο χώρος των κατατονικών ασθενών αρχίζει να μοιάζει σαν φυλακή και οι ασθενείς σαν κρατούμενοι.
Ο μόνος γιατρός που κατανοεί βαθιά την ανάγκη του Leonard για περισσότερα δικαιώματα είναι ο Dr. Sayer, όμως, γνωρίζει πως δεν είναι ακόμα η συνθήκη ώριμη για κάτι τέτοιο. Η στέρηση και η παγίδευση που νιώθει ο Leonard τον κάνει πιο επιθετικό και μάλιστα επιτίθεται στον Dr. Sayer, ενώ παράλληλα τα τικ του γίνονται όλο και πιο έντονα με αποτέλεσμα να μην μπορεί ούτε να περπατήσει.
Ο Leonard βρίσκεται σε μια άθλια ψυχολογική κατάσταση, ντρέπεται να ξανασυναντήσει την κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος, λόγω των συμπτωμάτων που εμφανίζει, όμως, εκείνη, σε μια συγκλονιστική στιγμή πλήρους αποδοχής της διαφορετικότητας του άλλου, τον αγκαλιάζει και αρχίζουν μαζί να χορεύουν -μακάρι να υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι σαν την κοπέλα αυτήν.
Ο συγκλονιστικός Leonard αρχίζει να αποδέχεται πως η κατάστασή του χειροτερεύει, ενώ έχει πάντα δίπλα του τον Dr. Sayer. Ο Leonard προσπαθεί να τον βοηθήσει, με την καταγραφή των συμπτωμάτων που εμφανίζει, για να μπορέσει ο Dr. Sayer να συνεχίσει την έρευνά του για την καταπολέμηση της ασθένειας αυτής με σκοπό να σώσει άλλους ανθρώπους.
Είναι συγκλονιστική η στιγμή που ο Leonard παθαίνει ένα επιληπτικό σοκ και, ενώ σπαρταράει ολόκληρος, προτρέπει τον Dr. Sayer να φέρει την κάμερα, για να καταγράψει και αργότερα να μελετήσει το περιστατικό.
Ο Leonard, όπως και οι υπόλοιποι ασθενείς, δεν αργεί να γυρίσει στην πρότερη κατάστασή του και αυτό συνθλίβει ψυχικά τον Dr. Sayer, ο οποίος είχε δεθεί, ιδίως με τον Leonard, και τον είχε σαν τον καλύτερό του φίλο.
Το ερώτημα που βασανίζει το μυαλό του Dr. Sayer είναι το γιατί άνθρωποι σαν τον Leonard, με τόσο ευγενή αισθήματα να μην έχουν δικαίωμα να γευτούν τη ζωή, τη χαρά και τη λύπη, τον έρωτα και την απώλεια. Θυμάται με συγκίνηση τις πρώτες ημέρες της θεραπείας τον ενθουσιασμό του Leonard, που μάλιστα τον είχε κρατήσει ξύπνιο μέχρι τα ξημερώματα εκθειάζοντας την απλότητα στη ζωή. Λέγοντας πως ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος, για να μπορεί να απολαμβάνει τα απλά, τον ήλιο που πέφτει στο πρόσωπό του, ένα χαμόγελο, ένα φιλί και μια αγκαλιά.
Ενθυμούμενος όλα αυτά, ο Dr. Sayer τα βάζει με τον εαυτό του, που δεν πέτυχε η θεραπεία, για να έρθει μια νοσηλεύτρια, με την οποία είναι ερωτευμένος ο Dr. Sayer, αλλά και αυτή μαζί του, για να του πει πως καμιά φορά έχει μεγαλύτερη σημασία η πραγματική προσπάθεια και η πραγματική διάθεση για αλληλεγγύη από το αποτέλεσμα αυτό καθ’ αυτό.
Προς το τέλος, λοιπόν, της ταινίας ο Dr. Sayer συνειδητοποιεί ότι στενοχωριέται γιατί σε ανθρώπους σαν τον Leonard δεν δόθηκε μια πραγματική ευκαιρία ζωής, όμως καταλαβαίνει πως και αυτός που την έχει αυτήν την ευκαιρία τη σπαταλά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κάνει κάτι για το οποίο ντρεπόταν πολύ καιρό. Και με έναν τρόπο είναι σαν να το κάνει και για τον εαυτό του και για τον Leonard. Είναι σαν να θέλει να ζήσει μέσα από αυτόν και ο φίλος του ο Leonard. Αφήνεται, λοιπόν, στο να εκδηλώσει τον έρωτά του προς τη νοσηλεύτρια, η οποία αποδέχεται αμέσως την πρότασή του να πάνε για έναν καφέ.
Έτσι, ο Dr. Sayer, κουβαλώντας μέσα του τον κατατονικό φίλο του αφήνεται στη μαγεία της απλότητας της ζωής και του έρωτα, αποδεικνύοντας στην πράξη πως το καλύτερο «φάρμακο» για κάθε άνθρωπο είναι η αγάπη, η φιλία, ο έρωτας, η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη. Μακάρι ο κόσμος μας να είχε περισσότερους Dr. Sayer, είμαι βέβαιος πως ο κόσμος μας θα ήταν πολύ πιο ανθρώπινος απ’ ό, τι είναι.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου