Σκέψεις CultArt: Adolescence

Κάθομαι στον καναπέ και βάζω να δω Adolescence. Δεν ξέρω τίποτα για την υπόθεση, απλά έχω δει μια ανάρτηση που μου κινεί το ενδιαφέρον και αποφασίζω να αφιερώσω χρόνο στη σειρά αυτή. Δεν περνάνε περισσότερο από δύο λεπτά. Σοκ. Ένοπλοι αστυνομικοί εισβάλλουν με ένταλμα σύλληψης στο σπίτι μιας οικογένειας και κατευθύνονται προς ένα δωμάτιο.
Ανοίγει η πόρτα του δωματίου και ο ένας αστυνομικός σημαδεύει το άτομο που πρόκειται να συλληφθεί. Ο σκηνοθέτης ακολουθεί την τεχνική του μονοπλάνου γεγονός που καθιστά τη σειρά πολύ πιο άμεση και ρεαλιστική. Απελευθερώνεται η εικόνα και βλέπουμε ποιον σημαδεύει ο αστυνομικός. Δεύτερο σοκ. Πρόκειται για ένα μικρό παιδάκι, φοβισμένο με βλέμμα αθώο και κενό, κάτω από τα παιδικά μπλε σκεπάσματά του.
«Jamie Miller κατηγορείσαι για φόνο» φωνάζει ένας αστυνομικός και η εικόνα συνεχίζει να πλημμυρίζεται από αντιφάσεις. Από τη μια οι ένοπλοι αστυνομικοί, το ένταλμα σύλληψης και η κατηγορία για φόνο, από την άλλη ένα τρομαγμένο παιδάκι, με πρόσωπο αθώο, κάτω από τα «αγορίστικα» σκεπάσματά του που μόλις έχει κατουρηθεί πάνω του.
«Δεν το έχω κάνει» λέει ο Jamie όντας σε πανικό και ο θεατής ταυτίζεται απόλυτα, καθώς σκέφτεται: «εννοείται πως δεν το έχει κάνει αυτό το παιδάκι».
Αυτά συμβαίνουν στα πέντε πρώτα λεπτά, τα οποία είναι υπεραρκετά για να μαγνητιστεί ο θεατής για τις υπόλοιπες τέσσερις ώρες της σειράς, η οποία αποτελείται από τέσσερα επεισόδια της μίας ώρας περίπου. Ύστερα από αυτήν τη σκηνή, το μόνο που αναρωτιέται ο τηλεθεατής είναι: «μα καλά, το έχει κάνει; Έχει δολοφονήσει το παιδάκι αυτό κάποιον; Καλά, αποκλείεται, κάποιο μπέρδεμα έχει γίνει». Ο τηλεθεατής βιώνει μαζί με τους χαρακτήρες της σειράς κάθε στιγμή όπως αυτή ξετυλίγεται –σχεδόν σε πραγματικό χρόνο. Κάθε πραγματικό λεπτό που περνάει είναι κάθε λεπτό που προχωράει η πλοκή. Χαρακτηριστικό αυτού του άμεσου και τόσο ρεαλιστικού στοιχείου είναι το γεγονός πως κάποια στιγμή ο ανακριτής, αφού έχουν οδηγήσει τον μικρό στο τμήμα και έχει πάει και η οικογένειά του, αναφέρει: «έχουν περάσει περίπου 25 λεπτά από την ώρα της σύλληψης» και ύστερα κοιτάς την μπάρα του Netflix και λέει 28 λεπτά, δηλαδή τα 25 λεπτά που έχουν περάσει από τη σύλληψη συν τα 3 λεπτά που προηγήθηκαν της σύλληψης. Θα πει κανείς πως είναι λεπτομέρεια αυτό, ωστόσο προσδίδει αμεσότητα, ρεαλισμό και προστιθέμενη αξία στη σειρά, καθώς αναβαθμίζει την εμπειρία του θεατή, ο οποίος έχει ήδη γίνει ένα με την ιστορία.
Ο χρόνος περνάει εφιαλτικά. Ο τηλεθεατής γίνεται μάρτυρας της παραμικρής λεπτομέρειας που έπεται της σύλληψης ενός ανήλικου. Ο δεκατριάχρονος Jamie με βλέμμα τρομαγμένο και το κεφάλι χαμηλά συνεχίζει να λέει: «δεν το έκανα εγώ». Αν και ο καθένας θα ήθελε να πιστέψει τον Jamie η φράση αυτή ήδη μαρτυρά μια ενοχή, καθώς ο μικρός φαίνεται να γνωρίζει το περιστατικό στο οποίο αναφέρεται η αστυνομία, καθώς λέει: «δεν το έκανα εγώ», ενώ αν είχε πλήρη άγνοια θα έπρεπε να λέει: «δεν έκανα τίποτα».
Φτάνει η ώρα της ανάκρισης. Ο μικρός Jamie με τη συνοδεία του πατέρα του, αλλά και του δικηγόρου που παρέχεται από το κράτος αρχίζει να απαντά σε ερωτήσεις. Αρνείται τη δολοφονία και αρνείται να απαντήσει σε οποιαδήποτε πληροφορία έχει σχέση με την προηγούμενη νύχτα, οπότε και έγινε ο φόνος μιας συμμαθήτριάς του, όπως μαθαίνουμε. Ο μικρός δείχνει να έχει άγνοια στο γεγονός ότι πρόκειται για αυτήν τη συμμαθήτριά του. Ο πατέρας του τον πιστεύει. Και ενώ φαίνεται να τα πηγαίνει σχετικά καλά στην ανάκριση ο μικρός Jamie, οι αστυνομικοί αρχίζουν να του εμφανίζουν εικόνες από κάμερες της περιοχής από όπου είχε περάσει τις επίμαχες ώρες, οι οποίες δείχνουν πως ακολούθησε την κοπέλα που δολοφονήθηκε μέχρι το πάρκινγκ όπου βρέθηκε νεκρή, βίαια μαχαιρωμένη εφτά φορές.
Ο θεατής τα χάνει, από τη μία βλέπει τις φωτογραφίες που φαίνεται να είναι ο Jamie από την άλλη ακούει για τον τρόπο της δολοφονίας και αρνείται να πιστέψει πως ο μικρός και φοβισμένος Jamie είναι ικανός να σκοτώσει τη συμμαθήτριά του μαχαιρώνοντάς την εφτά φορές. Μέχρι που ο ανακριτής δείχνει το βίντεο από το πάρκινγκ με τον μικρό Jamie να μαχαιρώνει με ανελέητο τρόπο το μικρό κορίτσι. Σοκ. Τα στοιχεία είναι ακράδαντα, ο μικρός Jamie είναι ο δολοφόνος της συμμαθήτριάς του και όμως, αυτός συνεχίζει να αρνείται τα πάντα.
Δεύτερο επεισόδιο. Αν ήταν θεατρικό έργο θα ήταν η δεύτερη πράξη. Αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στην επίσκεψη των δύο αστυνομικών της υπόθεσης στο σχολείο που ήταν μαθητής ο Jamie. Το επεισόδιο αυτό είναι σοκαριστικό και διαφωτιστικό συνάμα. Ρίχνει φως στη σχολική καθημερινότητα των μαθητών, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την περίοδο που θυμάμαι εγώ για τη γενιά μου, παιδί των ’90s, πόσο μάλλον με προηγούμενες γενιές. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει καταστήσει και για τα παιδιά του σχολείου τη συνεχόμενη ενασχόληση τους με τα κινητά, το ίντερνετ, τα social media και, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η όποια συναισθηματική έκρηξη που νιώθει κάθε παιδί στην εφηβεία να πολλαπλασιάζεται επικίνδυνα και να εντείνει τη ροπή σε πράγματα με αρνητικό αντίκτυπο, καθώς η πρόσβαση των παιδιών είναι πια απεριόριστη. Όλα πολλαπλασιάζονται. Ο θυμός, η στενοχώρια, η ζήλεια, τα πάντα. Μαζί με αυτά, όμως, πολλαπλασιάζεται και η απουσία των γονιών, οι οποίοι φαίνεται να είναι δίπλα στο παιδί, όταν στην πραγματικότητα απέχουν τόσο, που δεν ήταν καν σε θέση να γνωρίζουν το παιδί τους. Είναι η έλλειψη ενδιαφέροντος; Είναι ο τρόπος ζωής που έχει καταστήσει missionimpossible για έναν μέσο άνθρωπο να μπορέσει να επιβιώσει και να κάνει οικογένεια; Είναι, διότι κανείς δεν έμαθε και στους γονείς να καταλαβαίνουν τα παιδιά τους; Είναι, διότι γαλουχούμαστε σε μια κοινωνία που το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η επιφάνεια; Μάλλον είναι όλα αυτά μαζί.
Το επεισόδιο αυτό είναι διαφωτιστικό για δύο λόγους. Αφενός διότι βλέπουμε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο σχολείο, αλλά κυρίως στο μυαλό των εφήβων, οι οποίοι χάνουν όποια παιδική αθωότητα έχουν από πολύ νωρίς. Αφετέρου την πλήρη αδυναμία των ενηλίκων –εν προκειμένω των αστυνομικών, των δασκάλων και των γονιών– να αποκωδικοποιήσουν τη γλώσσα που χρησιμοποιούν τα νέα παιδιά, αλλά και την αδυναμία τους να τα ερμηνεύσουν ως υπάρξεις. Είναι χαρακτηριστική η συνομιλία του ενός αστυνομικού με τον γιο του που τυχαίνει να πηγαίνει στο ίδιο σχολείο, ο οποίος του αποκωδικοποιεί ορισμένα σχόλια στο Instagram του Jamie από την κοπέλα που δολοφονήθηκε κάποιο διάστημα πριν τη δολοφονία. Ο αστυνομικός καταλαβαίνει πως τα σχόλια αυτά που χρησιμοποίησε στην έρευνα του και που φαινομενικά έδειχναν πως υπήρχε φιλία μεταξύ του Jamie και της κοπέλας, τελικά αποδεικνύεται πως ο Jamie ήταν θύμα σκληρού bullyingαπό την κοπέλα, αλλά και σχεδόν από όλη την τάξη. Ο Jamie μαζί με τους φίλους του ήταν περιθωριοποιημένος και δακτυλοδεικτούμενος. Η διαφορά είναι πως αυτή η κοινωνική πίεση δεν έμενε μόνο στο σχολείο, ο Jamie την έπαιρνε σπίτι του, την κουβαλούσε πάντα μαζί του, όσο είχε μαζί του το κινητό του και το προφίλ του στο Instagram. Το επεισόδιο αυτό ρίχνει άπλετο φως στο τρομακτικό χάσμα που υπάρχει μεταξύ γονιών και παιδιών, ενώ παράλληλα όταν δεν υπάρχει η ουσιαστική παρουσία των γονιών η πραγματικότητα κάθε εφήβου μετατρέπεται σε κόλαση, καθώς δεν υπάρχουν αντιστάσεις, τα παιδιά είναι ευάλωτα σε κάθε ερέθισμα.
Η σειρά αυτή είναι ίσως από τις ελάχιστες που προσεγγίζει το θέμα γονέων-εφήβων από τη μεριά του γονέα, αποκαλύπτοντας την πλήρη άγνοιά του σε ό,τι αφορά τον κόσμο των νέων και την παντελή αδυναμία του να ερμηνεύσει και να καταλάβει τη νέα γενιά. Ο ενήλικος, καλείται να βάλει όρια και πλαίσια στο παιδί σε έναν χώρο, τον οποίο αγνοεί ο ίδιος παντελώς, ενώ το παιδί τον γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα. Βρισκόμαστε, δηλαδή στο σημείο, όπου ακόμα και αν θέλει ο γονέας, τις περισσότερες φορές δεν μπορεί να διανοηθεί τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει το παιδί του, όταν αυτό κλείνει την πόρτα του δωματίου και ανοίγει το κινητό ή τον υπολογιστή. Και ο λόγος που δεν μπορεί να τον διανοηθεί –πέρα από το πρακτικό του πράγματος με τις απεριόριστες δυνατότητες της σημερινής τεχνολογίας– είναι διότι ποτέ δεν έμαθε να καταλαβαίνει το παιδί του. Ίσως κανείς να μην τον έμαθε να καταλαβαίνει και να αρκείται στην ψευδαίσθηση ότι έχει κάνει το χρέος του σαν γονιός. Η αλήθεια είναι πως το σύστημα σε εκπαιδεύει να έχεις σχέση επιδερμική με τα πάντα –άρα και με τα παιδιά σου. Πάντα οι σχέσεις ήταν τέτοιες, όμως, τώρα η διάσταση που δίνει η σύγχρονη τεχνολογία οδηγεί σε τρομακτικά αποτελέσματα.
Χαρακτηριστικό της συνθήκης αυτής είναι και το επεισόδιο τρία, το οποίο αφορά στην επίσκεψη της ψυχολόγου στο αναμορφωτήριο που κρατείται ο Jamie. Είναι συγκλονιστικό το πώς ο Jamie είναι πιο μπροστά στη σκέψη από την ίδια την ψυχολόγο και καταλαβαίνει από πριν το πού θέλει να τον οδηγήσει η ψυχολόγος με τις ερωτήσεις που κάνει. Ναι! Ένα δεκατριάχρονο παιδί είναι σε θέση να αντιληφθεί το τι επιχειρεί να κάνει μια ψυχολόγος, η οποία ενδεχομένως δεν έχει διανοηθεί το πόσο υποψιασμένος είναι ο δεκατριάχρονος που έχει απέναντί της.
Πέρα, όμως, από το γεγονός αυτό, στο τρίτο επεισόδιο βλέπουμε και την άλλη όψη του Jamie. Βλέπουμε το χάος που επικρατεί στο μυαλό του, αλλά και τον εγκλωβισμό του στον κοινωνικό ρόλο που νομίζει ότι οφείλει να έχει κάθε αρσενικό, ακόμα και αν αυτός ο ρόλος δεν του ταιριάζει. Είναι, τελικά, ένοχος ο Jamie; Και, αν ναι, για ποιον λόγο προέβη σε αυτήν τη βίαιη δολοφονία; Έπρεπε να αποδείξει στον εαυτό του και στην κοινωνία πως επιτελεί τον ρόλο που του υπαγορεύει η κοινωνία ως άντρας; Ποια η επίδραση των λεγόμενων influencers, όπως ο ΄Αντριου Τέιτ που αναφέρεται και που επιτείνει την πίεση αυτή σε κάθε παιδί που δεν έχει ακόμα αντιστάσεις και άμυνες και που αφήνεται να πλαστεί ο χαρακτήρας του από ανθρώπους σαν τον προαναφερθέντα, ιδίως όταν δεν υπάρχει ουσιαστική σχέση με τους γονείς που θα λειτουργήσουν ως ασπίδα στα λεγόμενα του καθενός; Μήπως όλη αυτή η τοξική αρρενωπότητα της οποίας τα νέα παιδιά γίνονται αφιλτράριστα δέκτες δολοφονεί και τα αγόρια πριν αυτά με τη σειρά τους δολοφονήσουν τα κορίτσια; Αν για παράδειγμα ο Jamie δεν είχε καταπιέσει την αγάπη του για τη ζωγραφική –ίσως διότι δεν ανταποκρίνεται τόσο στα αντρικά πρότυπα– να είχε αναπτύξει μια πολύ διαφορετική εκδοχή του εαυτού του από αυτή του γυναικοκτόνου. Και, τελικά, σαν κοινωνία προς ποια κατεύθυνση πηγαίνουμε; Υπάρχει λύση;
Τότε, είναι που ξεκινά το τέταρτο και τελευταίο επεισόδιο, το οποίο εστιάζει στην οικογένεια του Jamie και το οποίο αντί να προτείνει και να δώσει εύκολες απαντήσεις, επιτείνει τα ερωτήματα και δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερα αδιέξοδα, τόσο για τα παιδιά, όσο και για τους γονείς.
Τελευταίο επεισόδιο. Ένα συμβάν κοινωνικού bullying ταράσσει τη φαινομενικά ήρεμη ημέρα της οικογένειας του Jamie. Είναι η μέρα γενεθλίων του πατέρα του. Στο φορτηγάκι του πατέρα έχει γραφτεί με graffiti μια βρισιά. Αυτό που ενδιαφέρει τον πατέρα είναι απλά να σβήσει τη βρισιά. Το άγχος του περιστρέφεται απλά στο να μην φαίνεται, δεν τον απασχολεί αν αυτή η βρισιά τον χαρακτηρίζει. Χαρακτηριστικό του άγχους του είναι πως, ενώ βλέπει πως με το πλύσιμο δεν φεύγει, προτιμά να πετάξει χρώμα στο φορτηγάκι αχρηστεύοντάς το, μόνο και μόνο για να μην φαίνεται η βρισιά. Σημασία έχει να μην φαίνεται. Η αντίδραση αυτή δείχνει ολόκληρη την κοσμοθεωρία της οικογένειας, η οποία αρκείται σε επιφανειακές «λύσεις». Έτσι επιφανειακή ήταν και η σχέση των γονιών με τα παιδιά τους που οδήγησε τον Jamie στη δολοφονία.
Ύστερα ο Jamie παίρνει τηλέφωνο να ευχηθεί στον πατέρα του και στη συνέχεια του λέει πως θα πει στο δικαστήριο πως είναι ένοχος. Εκεί είναι για πρώτη φορά που ο Jamie παραδέχεται αυτό που έχει κάνει.
Η σειρά τελειώνει με τους γονείς και την αδελφή του Jamie να γυρίζουν σπίτι. Το βλέμμα κενό, το κεφάλι κάτω. Σκέφτονται τι ήταν αυτό που έκαναν λάθος. Δεν υπήρχε η βούληση για να φτάσουν τα πράγματα μέχρι εκεί, προφανώς. Όμως, κάτι πήγε λάθος, όπως κάτι πάει λάθος γενικά με την καθημερινότητα που υιοθετούμε.
Σίγουρα είναι η έμφαση που δίνουμε στο «φαίνεσθαι». Σίγουρα είναι το γεγονός πως δεν έχουμε μάθει να δίνουμε προσοχή στον άλλον και να τον κατανοούμε. Σίγουρα είναι το ότι δεν αφήνουμε χώρο στους άλλους να μας εκφράσουν προβληματισμούς τους, οδηγώντας τους μεν σε πλήρη άγνοια και τους δε σε απελπισία.
Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας που δίνει στα νέα παιδιά απεριόριστες δυνατότητες, δυνατότητες που ούτε καν έχουν σκεφτεί οι μεγαλύτεροι είναι το σύμπτωμα μιας ασθένειας που υποβόσκει αιώνες. Απλά η σύγχρονη εποχή μάς έχει υπερβεί βγάζοντας στην επιφάνεια ό,τι μέχρι τώρα κρύβαμε επιμελώς κάτω από το χαλί.
Τι θα γίνει από εδώ και πέρα; Σύναψη ουσιαστικών σχέσεων. Πώς θα γίνει αυτό, όμως, όταν ο καθένας έχει μάθει να κοιτά τον εαυτό του; Πώς θα γίνει αυτό, όταν όλα σε ωθούν στο επιφανειακό και το εφήμερο; Όσο οι ανθρώπινες σχέσεις –και δη οι σχέσεις γονέων-παιδιών– εξευτελίζονται από τον εγωκεντρισμό του καθενός… Όσο οι ανθρώπινες υπάρξεις συνθλίβονται μέσα σε έναν κυκεώνα συμφέροντος, ύλης και ατομισμού, τόσο το χάσμα μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ των γενεών θα γιγαντώνεται.
Οι «δάσκαλοι», δηλαδή οι γονείς, έχουν τις γνώσεις των «μαθητών», όταν οι «μαθητές», δηλαδή τα παιδιά, είναι πλέον ειδήμονες σε ένα πεδίο –αυτό της τεχνολογίας– το οποίο καλπάζει και αναμένεται να διογκώσει την απόσταση μεταξύ των γενεών και μεταξύ των ανθρώπων ακόμη πιο πολύ στο μέλλον. Οι ρόλοι μάλλον αντιστρέφονται. Αν, όμως, είχαμε οικοδομήσει την κοινωνία μας αλλιώς; Θα ήταν το ίδιο ευάλωτη στους κινδύνους που ελλοχεύει η κάθε περίοδος.
Ας αρχίσουμε κάποια στιγμή να συνάπτουμε ουσιαστικές και ειλικρινείς σχέσεις. Πρώτα και κύρια με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ας αρχίσουμε να προσδίδουμε περιεχόμενο στις ζωές μας, άρα και στις σχέσεις μας που τη διατρέχουν!
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου