Σκέψεις CultArt: Υπάρχω

«Όλους τους τραγουδιστές να βάλεις σε ένα καζάνι, μισό Καζαντζίδη δεν κάνουνε» είχε πει για τον Στέλιο Καζαντζίδη ο Άκης Πάνου συνθέτης και στιχουργός μερικών από των πολύ μεγάλων επιτυχιών του Καζαντζίδη. Η φράση αυτή εμπεριέχει μια μεγάλη δόση αλήθειας, καθώς στο μουσικό κομμάτι η φωνή του Καζαντζίδη είναι αξεπέραστη. Ωστόσο, αυτό που παρατήρησα κατά τη διάρκεια της ταινίας είναι πως αυτή η φράση βρίσκει εφαρμογή και στη στάση που κράτησε ο Καζαντζίδης αφενός απέναντι στη μουσική του και τον κόσμο που τον άκουγε, αφετέρου στο συνάφι του και τις δισκογραφικές εταιρείες.
Βγαίνοντας από την αίθουσα του κινηματογράφου όλος ο κόσμος που παρακολούθησε την ταινία, σιγοτραγούδησε τα τραγούδια της ταινίας και χειροκρότησε στο τέλος, πλημμυρίζεται από έντονα συναισθήματα. Είχα και εγώ πολλά έντονα συναισθήματα. Αν κάτι έμαθα από αυτήν την ταινία είναι το πώς ένας Καλλιτέχνης μπορεί να επιτελέσει καταλυτικό κοινωνικό ρόλο σε τέτοιο σημείο που θα αλλάξει προς το καλύτερο πράγματα και καταστάσεις. Κάθε επιλογή, όμως, έχει και τη θυσία της. Ποια ήταν αυτή; Να βάλει το δίκαιο πάνω από την καριέρα του –σαφέστατα το δικό του «δίκαιο», έτσι όπως αυτός το αντιλαμβανόταν. Μακάρι, όμως, να βρίσκονταν περισσότεροι τέτοιοι Καλλιτέχνες, δηλαδή άνθρωποι που δεν θα ξεπουλήσουν ό,τι έχουν και δεν έχουν μόνο και μόνο, για να κάνουν καριέρα. Το τραγούδι και η μουσική για τον Στέλιο ήταν το μέσο, για να επικοινωνήσει με τον εαυτό του και τη φτωχολογιά της Ελλάδας… Ήταν το μέσο, για να μοιραστεί καημούς, όνειρα και ελπίδες, δεν ήταν ποτέ ο αυτοσκοπός, όπως για τους περισσότερους της εποχής του Στέλιου, αλλά και της δικής μας εποχής.
Καλύτερα, όμως, να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Καθοριστικό συμβάν που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του Στέλιου Καζαντζίδη και τον έκανε κοινωνικό Καλλιτέχνη –ας μου επιτραπεί ο όρος– είναι η δολοφονία του πατέρα του –που ήταν αντάρτης– από δεξιούς εν καιρώ εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Την εύπλαστη ακόμα παιδική ψυχή του μικρού Στέλιου καθόρισε καταλυτικά η στιγμή αυτή για την πορεία που θα είχε ο ίδιος ως άνθρωπος. Ύστερα είναι η φτώχεια που βίωσε αυτός και η οικογένειά του από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Βίωσε την ακραία φτώχεια, η οποία, όμως, τον οδήγησε στο να παλεύει κάθε μέρα ανεξάρτητα, πατώντας στα δικά του πόδια, για τα προς το ζην της οικογένειάς του. Ένα παιδί φτωχό και λαϊκό, βγαλμένο από την ίδια την ελληνική κοινωνία του ’50, μια γενιά με δυσκολίες, μόχθο και φιλότιμο.
Χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης εκείνης της εποχής, η οποία συνέχιζε να λειτουργεί με πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων, βασανισμούς των αριστερών, εξορίες και να αναπαράγει σαθρά στερεότυπα που σήμερα μοιάζουν στην καλύτερη περίπτωση αποκρουστικά, δεν αναιρούσε, ωστόσο, την αυθεντικότητα της λαϊκότητας ανθρώπων που μεγάλωσαν, όπως ο Καζαντζίδης.
Μέσα από διάφορες συγκυρίες, αλλά πρωτίστως χάρη στο μεγάλο ταλέντο του, ο Στέλιος Καζαντζίδης αρχίζει να τραγουδά επαγγελματικά. Δεν περνάνε παρά λίγα χρόνια και γνωρίζει την απόλυτη επιτυχία. Κάνει –χωρίς υπερβολές– το πανελλήνιο να παραληρεί με τα τραγούδια του. Ο Στέλιος και τα τραγούδια του μιλάνε απευθείας στην ψυχή του φτωχού Έλληνα. Χαρακτηριστικό της επιτυχίας που γνώρισε στην αρχή ο Καζαντζίδης είναι πως είχαν αγοραστεί 100.000 βινύλια, όταν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή υπήρχαν 30.000 πικάπ. Η επιτυχία του Καζαντζίδη είναι αντίστοιχη και στα νυχτερινά κέντρα που δουλεύει σε σημείο που ενοχλεί τα υπόλοιπα μαγαζιά, καθώς μένουν άδεια από κόσμο.
Ο καιρός περνάει και στο μεταξύ η ταινία μας βοηθάει να γνωρίσουμε μέσα και από την ερωτική ζωή του Καζαντζίδη τα πάθη και τις αδυναμίες του, καθώς επίσης και τη σχέση που είχε με τη μητέρα του. Καθώς, λοιπόν, ο καιρός περνάει, τα νυχτερινά μαγαζιά αρχίζουν και αλλάζουν χαρακτήρα. Από εκεί που ήταν τα μαγαζιά, όπου ο μέσος Έλληνας μπορούσε να διασκεδάσει, άρχισε να γίνεται διασκέδαση μόνο για τα πλουσιόπαιδα… Για μια ελίτ που σκορπούσε τα χρήματά της –που ποτέ δεν δούλεψε για να βγάλει η ίδια– σε σπάσιμο πιάτων και σε σαμπάνιες –μήπως σας θυμίζει τίποτα αυτό; Ο εκάστοτε τραγουδιστής γινόταν απλά ο διασκεδαστής των πλουσίων και «χόρευε» στον ρυθμό των χρημάτων που θα ξόδευε ο εκάστοτε θαμώνας –μήπως αυτό σας θυμίζει κάτι; Έλλειψη σεβασμού στον Καλλιτέχνη και τη μουσική του, καθώς το μόνο που κάνει πια κουμάντο είναι τα λεφτά που ξοδεύονται σε σαμπάνιες και πιάτα τότε, λουλούδια σήμερα.
Για τον Καζαντζίδη που ποτέ δεν του άρεσε να δουλεύει σε νυχτερινά κέντρα αυτή η μεταβολή της κατάστασης σε συνδυασμό με ένα ακραίο περιστατικό από μπράβους της νύχτας –στοιχείο μυθοπλασίας στην ταινία, αλλά όχι μακριά από την πραγματικότητα– αποφασίζει να σταματήσει τις εμφανίσεις του σε νυχτερινά μαγαζιά πάνω στην ακμή της καριέρας του. Χαρακτηριστικό της απόφασής του αυτής είναι πως από το ’66 που σταμάτησε τις ζωντανές εμφανίσεις μέχρι τον θάνατό του –2001– ελάχιστες ήταν οι φορές που τραγούδησε ζωντανά και ποτέ σε νυχτερινό κέντρο. Άλλωστε για τον Στέλιο τι κοινό είχαν πια τα πλουσιόπαιδα με τα τραγούδια του; Τι κοινό είχε ο ίδιος με όλο αυτό το σύστημα των μπράβων της νύχτας και των κόσμο του χρήματος; Το δίλημμα ήταν ή να παραμείνει ο αυθεντικός λαϊκός τραγουδιστής και άνθρωπος που ήθελε να είναι και για τον οποίο τον αγάπησε ο κόσμος ή να παραμείνει «λαϊκός» μόνο στα λόγια αποσυνδέοντας τις πράξεις του από αυτό που θα έλεγε ότι είναι.
Ο Καζαντζίδης με τη στάση που κράτησε στη ζωή του πάλεψε για τον φτωχό και τον αδύναμο. Πάλεψε για τον Καλλιτέχνη που μέχρι τότε έπαιρνε ένα ποσό εφάπαξ για τη δουλειά του και δεν είχε δικαιώματα και ποσοστά για το έργο του. Βελτίωσε τις συνθήκες εργασίας των Καλλιτεχνών μόνο και μόνο διότι αρνήθηκε να συμβιβαστεί, αρνήθηκε να γίνει συμμέτοχος σε ένα διεφθαρμένο σύστημα. Φανταστείτε τι θα γινόταν αν και άλλοι ακολουθούσαν τα βήματά του αυτά. Θα ήταν άραγε ο κόσμος μας καλύτερος αν σταματούσαμε να ανεχόμαστε τα πάντα στον βωμό των χρημάτων και μιας δήθεν καριέρας; Ο Καζαντζίδης έδωσε ξεκάθαρη απάντηση. Ήταν ένα φαινόμενο εντός και εκτός μουσικού πενταγράμμου.
Είχε πάθη και αδυναμίες; Ναι, πολλές! Άλλωστε η ταινία μάς δίνει ένα δείγμα και για αυτήν την πλευρά της προσωπικότητάς του. Σίγουρα μετά το «Υπάρχω», όπου ο Καζαντζίδης επέλεξε την ήρεμη ζωή και το ψάρεμα και όχι το τραγούδι, δημιούργησε ενδεχομένως μια πίκρα για το γεγονός ότι αναγκάστηκε να επιλέξει να αφήσει το τραγούδι λόγω ενός διεφθαρμένου και σαθρού συστήματος και αυτή η συσσωρευμένη πίκρα να οδήγησε στην ανάδειξη ακόμη περισσότερων αδυναμιών στον χαρακτήρα του, όπως η –ορισμένες φορές– ακραία τοξικότητα ή η υπερσυντηρητική ρητορική που υιοθέτησε. Μα όλα αυτά που ακολούθησαν προς το τέλος της ζωής του –αλληλοκατηγορίες με άλλους μουσικούς, δίκες κτλ.– δεν μπορούν να επισκιάσουν ούτε στο ελάχιστο το έργο που άφησε πίσω του αυτός ο μεγάλος Καλλιτέχνης, αλλά κυρίως τον κοινωνικό του αγώνα, την περιφρόνηση των χρημάτων, της δόξας και της καριέρας, επαναφέροντας στο προσκήνιο αξίες ανθρώπινες, όπως η αλληλεγγύη, το δίκαιο, ο σεβασμός. Είδος υπό εξαφάνιση θα πω εγώ στην Ελλάδα του 2025, όπου τραγουδιστές δέχονται να γελάνε, όταν δίπλα τους βγάζουν ομοφοβικούς και μισογύνικους λόγους. Βέβαια, αν έχεις ξεπουληθεί με ένα σωρό λεφτά πρέπει να αποδεχθείς τα πάντα… Αυτό μαθαίνουμε από αυτά που βλέπουμε σήμερα γύρω μας και η ταινία «Υπάρχω» έρχεται να μας θυμίσει πως υπάρχουν και Καλλιτέχνες που είναι Καλλιτέχνες ψυχή τε και σώματι, που παίρνουν μια συμβολική αμοιβή ή που δωρίζουν την αμοιβή τους σε άτομα που έχουν ανάγκη –έστω και αν πέφτουν θύματα λογοκρισίας– και που δεν παίρνουν απευθείας ανάθεση εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ για ένα ολιγόλεπτο πρόγραμμα.
Μεταξύ, λοιπόν, Καλλιτέχνη και «Καλλιτέχνη», ο Στέλιος Καζαντζίδης επέλεξε ξεκάθαρα πού θέλει να ανήκει και αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που συνεχίζει να «Υπάρχει» ακόμα και να συγκινεί.
Υ.Γ.
Πραγματικά αξιέπαινη η ερμηνεία του Χρήστου Μάστορα και υποκριτικά και μουσικά, ο οποίος κλήθηκε να βγάλει εις πέρας έναν άθλο και τα κατάφερε με πολύ μεγάλη επιτυχία. Στα δικά μου μάτια ξεχώρισαν, επίσης, οι Ρένεση, Βουλιώτη, Ψαρράς, Γάλλος και Καραμίχος. Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει ανάγκη από περισσότερες ταινίες σαν το «Υπάρχω».
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου