Σκέψεις CultArt: Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι - Όσκαρ Ουάιλντ

«Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» είναι ένα μοναδικό έργο, το οποίο σε ορισμένα σημεία σοκάρει τον αναγνώστη για την αυθεντικότητά του. Ένα έργο που μόλις εκδόθηκε ήρθε αντιμέτωπο με σφοδρές αρνητικές κριτικές από μια πουριτανική και ηθικο-λάγνη βρετανική κοινωνία του 19ου αιώνα, η οποία αν είχε ένα ταλέντο αυτό ήταν το πόσο εύγλωττα εξέφραζε τη μισαλλοδοξία της για ό,τι διαφορετικό. Βέβαια, δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι άλλο, όταν υπήρχε νόμος όπου η ομοφυλοφιλία ήταν αδίκημα.
Κατηγορήθηκε και για αυτό το βιβλίο, καθώς οι αναφορές στην ομοφυλοφιλία «θα διαφθείρουν τα πνεύματα των νέων» όπως συχνά γινόταν λόγος από τους κριτικούς της τότε εποχής.
Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. «Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του Όσκαρ Ουάιλντ. Αρκούσε, όμως, για να καταστήσει τον συγγραφέα κλασικό και το έργο του να πάρει τη θέση που του αναλογεί στη διαχρονία. Οι βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου είναι τρεις:
Ο Ντόριαν Γκρέι, ένας όμορφος και νάρκισσος νέος, ο οποίος έχει καθαρή ψυχή, όμως γοητεύεται από τις ιδέες του νέου ηδονισμού που του εμφυσεί ο Λόρδος Χένρυ.
Ο Μπάζιλ Χόλγουορντ, ένας ζωγράφος, ο οποίος ερωτεύεται τον Ντόριαν Γκρέι, με αποτέλεσμα ο δεύτερος να γίνεται η μούσα του και να του φιλοτεχνεί το πορτρέτο του.
Ο Λόρδος Χένρυ (Χάρυ) Γουότον, ένας υπερόπτης δανδής, φίλος του Μπάζιλ, μέσω του οποίου γνωρίζει τον Ντόριαν, όπου δείχνει έντονο ενδιαφέρον για αυτόν και έκτοτε ασκεί καταλυτική επιρροή στον νέο.
Οι τρεις αυτοί χαρακτήρες είναι οι τρεις πτυχές του εαυτού του συγγραφέα, ο οποίος είχε χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ο Μπάζιλ Χόλγουορντ είναι το τι νομίζω πως είμαι, ο Λόρδος Χένρυ αυτό που νομίζει ο κόσμος για μένα και ο Ντόριαν αυτό που θα ήθελα να ήμουν –κάποτε ίσως».
Έτσι, λοιπόν, ξεκινά η ιστορία με τη συνάντηση του Μπάζιλ με τον Χάρυ στο σπίτι του Μπάζιλ, με τον πρώτο να δείχνει στον Χάρυ το πορτρέτο του Ντόριαν και να μιλά για αυτόν. Παρατηρείται πως ο Μπάζιλ δεν θέλει ο Χάρυ να γνωρίσει τον Ντόριαν, όμως, ο Χάρυ παραμένει στο σπίτι του Μπάζιλ και γνωρίζει τον νεαρό Ντόριαν.
Εκεί, ενώ ο Μπάζιλ προσθέτει κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες στο πορτρέτο, ο Χάρυ αρχίζει να συζητάει με τον Ντόριαν φέρνοντάς τον σε επαφή, για πρώτη φορά, με μια τελείως διαφορετική προσέγγιση της ζωής.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Ντόριαν είναι ένας όμορφος νέος με καθαρή ψυχή. Μετά την πρώτη του επαφή με τον Χάρυ η αλλαγή που παρατηρείται στη συμπεριφορά του Ντόριαν είναι δραματική. Ο Χάρυ του δίνει να καταλάβει πως η νιότη περνάει γρήγορα και πως τη ζωή πρέπει ο κάθε άνθρωπος να τη ζει στο έπακρο χωρίς να καταπιέζει την ψυχή του από τις επιθυμίες του -σαρκικές ή μη. Σε ένα σημείο, μάλιστα, αναφέρει: «…είναι τελείως επιφανειακό οι άνθρωποι να μην μένουν στη επιφάνεια και να ψάχνουν την ουσία…» μια φράση εξαιρετικά αιρετική ακόμη και για τη σημερινή κοινωνία.
Έτσι, ο Ντόριαν αποκτά ένα άγχος πως η τελειότητα της εμφάνισής του δεν θα κρατήσει «για πάντα», ενώ το πορτρέτο θα παραμείνει για πάντα τέλειο και αψεγάδιαστο. Στο πλαίσιο αυτό εύχεται να μπορούσε να κάνει το πορτρέτο να γερνάει και αυτός να παραμένει αναλλοίωτος -μια ευχή που όπως βλέπουμε, καθώς ξετυλίγεται η πλοκή, εν τέλει, εισακούεται.
Ο Μπάζιλ, λίγες μέρες αργότερα στέλνει το πορτρέτο στο σπίτι του Ντόριαν και αυτός δεν σταματά να το χαζεύει. Φαίνεται να είναι μεθυσμένος με την ομορφιά του εαυτού του. Εν τω μεταξύ, αρχίζει να απομακρύνεται από τον φίλο του Μπάζιλ -ο οποίος λίγο αργότερα θα του εξομολογηθεί τον έρωτά του- και κάνει περισσότερη παρέα με τον Χάρυ. Ξεκινά, λοιπόν, μια ζωή όπου η μόνη πυξίδα είναι το συναίσθημα και η επιθυμία αφήνοντας στην άκρη τα «πρέπει» μιας υποκριτικής «καθωσπρέπει» κοινωνίας, η οποία φαίνεται στο μυαλό του Ντόριαν να αργοπεθαίνει από την υποκρισία, την καταπίεση και την έλλειψη ζωής.
Λίγο αργότερα ο Ντόριαν ερωτεύεται μια νεαρή ηθοποιό τη Σιβύλλα Βέην, αν και η κοπέλα αυτή δεν ανήκει στην αριστοκρατική τάξη που ανήκει ο Ντόριαν, αλλά αυτός την αρραβωνιάζεται σχεδόν με το που τη γνωρίζει. Όμως κάποιες μέρες αργότερα, όταν η Σιβύλλα δεν θα παίξει καλά στη θεατρική παράσταση και, ενώ αυτή θα του εξομολογηθεί τον πραγματικό έρωτά της για αυτόν, αυτός θα την απομυθοποιήσει και θα της φερθεί σκληρά ζητώντας της να χωρίσουν και να μην ξαναϊδωθούν. Το επόμενο πρωινό, δια στόματος Χάρυ, ο Ντόριαν μαθαίνει πως η κοπέλα αυτοκτόνησε και, ενώ το προηγούμενο βράδυ ο Ντόριαν παρατήρησε την πρώτη αλλαγή στην έκφραση του προσώπου του πορτρέτου, συνειδητοποιώντας πως το πορτρέτο πια λειτουργεί ως καθρέφτης της ψυχής του, το κλειδώνει στη σοφίτα λίγο αργότερα για να μην έχει πρόσβαση κανείς.
Ο Ντόριαν αρχίζει να νιώθει ενοχές για τον τρόπο που φέρθηκε στη Σιβύλλα, όμως, η συζήτηση με τον Χάρυ, ο οποίος εμμέσως πλην σαφώς του λέει πως δεν έγινε και κάτι και πως η ζωή συνεχίζεται κάνει τον Ντόριαν να συνεχίσει εκείνη την ημέρα, όπως κάθε προηγούμενη, σαν να μην έχει γίνει τίποτα.
Ο συγγραφέας λίγο μετά τη μέση του βιβλίου μάς μεταφέρει πολλά χρόνια μετά, όπου μας περιγράφει όλες τις «ασωτίες» του Ντόριαν -τουλάχιστον σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής. Η εξωτερική εμφάνισή του παραμένει αψεγάδιαστη, το πορτρέτο όμως είναι σε άθλια κατάσταση σε σημείο που ο αναγνώστης τρομάζει στο ενδεχόμενο πως ο Ντόριαν θα μπορούσε να ήταν έτσι αν δεν υπήρχε η ευχή. Στο Λονδίνο κυκλοφορούν πια πολλές φήμες πως ο Ντόριαν είναι διεφθαρμένος και πως, επίσης, διαφθείρει οποιονδήποτε συναναστρέφεται μαζί του, ιδίως νέα αγόρια.
Ώσπου μια μέρα τον επισκέπτεται -μετά από χρόνια- ο Μπάζιλ. Ο Μπάζιλ του ζητά εξηγήσεις, αν όλα αυτά που ακούγονται είναι αλήθεια σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διασώσει τον Ντόριαν που είχε γνωρίσει σαν φίλο και είχε ζωγραφίσει στο πορτρέτο. Ο Ντόριαν αντί για απάντηση τον ανεβάζει στη σοφίτα όπου υπάρχει το πορτρέτο και αποφασίζει να του το δείξει εξηγώντας του πως το πορτρέτο είναι ο καθρέφτης της ψυχής του. Ο Μπάζιλ σοκάρεται, μα πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί βρίσκεται δολοφονημένος από τον ίδιο τον Ντόριαν. Ενώ γίνεται ο φόνος, τα χέρια του πορτρέτου αρχίζουν και στάζουν αίμα καθιστώντας το θέαμα του πορτρέτου ακόμα πιο αποτρόπαιο από ό,τι ήταν.
Περνάνε οι μέρες και ο Ντόριαν σκαρφίζεται έναν τρόπο, για να εξαφανίσει το πτώμα. Τότε ξεκινά και μια σε βάθος ενδοσκόπηση του Ντόριαν για το αν αυτός ο τρόπος ζωής είναι πράγματι αυτός που επιθυμεί λαμβάνοντας υπόψιν αφενός τον φόνο που έχει διαπράξει και αφετέρου τις δεκάδες αυτοκτονίες που έχει προκαλέσει όλα αυτά τα χρόνια -με τελευταία του Άλαν Κάμπελ, πρώην φίλο του Ντόριαν, ο οποίος είχε αποστασιοποιηθεί από αυτόν μέχρι που τον κάλεσε να εξαφανίσει το πτώμα εκβιάζοντάς τον.
Ο Ντόριαν, λοιπόν, φαίνεται πως θέλει να αρχίσει να αλλάζει αφήνοντας πίσω την παλιά του ζωή και αρχίζει να επιδίδεται σε καλές πράξεις. Ωστόσο, φαίνεται πως δεν θέλει να κάνει τις καλές πράξεις για τους άλλους, αλλά για τον ίδιο του τον εαυτό. Ο σκοπός του είναι αμιγώς ιδιοτελής, καθώς επιθυμεί με τις καλές πράξεις να αρχίσει να βελτιώνει την κατάσταση του πορτρέτου του.
Είναι τόσο μεγάλη η απογοήτευσή του, όταν συνειδητοποιεί πως οι καλές πράξεις που κάνει επιδεινώνουν, αντί να βελτιώνουν το πορτρέτο, που παίρνει το μαχαίρι και αρχίζει με μανία να το καταστρέφει. Τότε, με έναν μαγικό τρόπο και χωρίς ο αναγνώστης να γνωρίζει τι συμβαίνει, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει πρώτα έξω από το σπίτι του Ντόριαν, όπου κάποιος περαστικός ακούει μια στριγκλιά και ύστερα στο υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού. Όταν, τελικά, κάποιος από τους υπηρέτες μπαίνει στη σοφίτα βρίσκει ένα γέρικο πτώμα μαχαιρωμένο και ένα πορτρέτο αψεγάδιαστο με τη φιγούρα του Ντόριαν όπως ήταν την πρώτη φορά που την είχε ζωγραφίσει ο Μπάζιλ.
Αν και η πρώτη ανάγνωση είναι πως ο Ντόριαν, εν τέλει, τιμωρήθηκε για την «άσωτη» ζωή του, μια βαθύτερη ανάγνωση μας δίνει να καταλάβουμε πως ο Ντόριαν δεν τιμωρήθηκε για την «άσωτη» ζωή του, αλλά διότι στα μέσα της διαδρομής μετάνιωσε τον τρόπο ζωής που είχε επιλέξει και αποφάσισε να τον αλλάξει. Άρα η τιμωρία έρχεται, διότι δεν υποστήριξε τις επιλογές του μέχρι το τέλος.
Είναι αυτό το σημείο που αναδεικνύεται η έντονη διακειμενικότητα που αναπτύσσεται, καθώς αφενός μας θυμίζει τον Ρασκόλνικοφ από το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, όπου πάλι η τιμωρία του ήρωα ήταν πως στα μισά της προσπάθειάς του λιγοψύχησε και δεν έφτασε την κατάσταση μέχρι το τέλος και αφετέρου μας θυμίζει τη φράση του Νίκου Καζαντζάκη πως «…τις μισές δουλειές δεν τις θέλει ούτε ο θεός ούτε ο διάολος…» .
Αν μη τι άλλο είναι σημαντικό να αποτινάξουμε από πάνω μας τα «πρέπει» μιας βαθιά συντηρητικής κοινής γνώμης, η οποία το μόνο που κάνει είναι να καταπιέζει και να διαλύει τις ζωές των ανθρώπων και αντ’ αυτού να ζήσει ο καθένας ελεύθερος βάζοντας τη ζωή του σε προτεραιότητα και όχι με το τι λένε οι άλλοι. Όμως, είναι σημαντικό οι επιθυμίες να φτάνουν μέχρι εκεί που δεν προκαλούν ζημιά στον άλλον. Πολλές φορές από τη συμπεριφορά μας εξαρτάται η ζωή κάποιου ανθρώπου που μας αγαπά -ίσως και με λάθος τρόπο, αλλά μας αγαπά- εκεί οφείλουμε να είμαστε πιο μετριοπαθείς και να μη διαλύουμε τους άλλους μόνο και μόνο γιατί έτσι νιώθουμε εκείνη τη δεδομένη στιγμή.
Ίσως η φράση του Ρουσώ: «Η ελευθερία του καθενός σταματά εκεί που ξεκινά η ελευθερία του άλλου» να έχει μια βάση, εγώ απλά θα πω πως αν δεν μπορούμε να κάνουμε καλό στους άλλους τουλάχιστον ας μην τους ενοχλούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου