Σκέψεις CultArt: Συναυλία Πάνου Βλάχου στην Τεχνόπολη (Ιούλιος & Σεπτέμβριος 2024)
Λένε πως όταν κάνεις για δεύτερη φορά το ίδιο λάθος, τότε αυτό παύει να είναι λάθος και γίνεται επιλογή. Βέβαια, υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου μπορείς να κάνεις για δεύτερη φορά κάτι και να είναι απλά επιλογή, χωρίς απαραίτητα να είναι λάθος. Χωρίς να ξέρω αν ήταν political incorrect (!) ή όχι, βρέθηκα δύο φορές στη συναυλία του Πάνου Βλάχου -καλοκαίρι και φθινόπωρο- και γέλασα, στενοχωρήθηκα, ανατρίχιασα, νευρίασα, χάρηκα…όλα μαζί τα ένιωσα πραγματικά.
Έχοντας πάντα μαζί μου καλή παρέα και παγωμένες μπύρες ξεκίνησα και τις δύο φορές για μια συναυλία ξεχωριστή και έναν καλλιτέχνη που προσφέρει στιγμές γέλιου και προβληματισμού με έναν εξίσου επιτυχημένο τρόπο. Τέτοιου είδους συναυλίες είναι σαν τα κύματα…αφήνεις να σε πηγαίνουν όπου θέλουν, να σε ανεβοκατεβάζουν, να σε σπρώχνουν, να σε διασκεδάζουν, να σε πνίγουν. Αυτό κάνει ο Πάνος Βλάχος στις συναυλίες του…
Έρωτας, πολιτικά μηνύματα, κοινωνικά ζητήματα, ευφάνταστοι στίχοι με διαφορετικές μελωδίες, πολλή δόση χιούμορ που καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της εποχής είναι όλα αυτά τα στοιχεία -και είναι πολλά είναι η αλήθεια- που συνθέτουν τον Πάνο Βλάχο και τις συναυλίες του.
Από τα πρώτα τραγούδια είναι «Το Τραγούδι του Γελωτοποιού» που κυριολεκτικά σε ανατριχιάζει:
«Είδα ανθρώπους τόσο φτωχούς, το μόνο που είχαν ήταν…λεφτά» αναφέρει σε ένα σημείο καυτηριάζοντας με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τα θεμέλια μιας κοινωνίας που θέλει να χτίσει τα πάντα πάνω στην υλική ευμάρεια και το κέρδος. Μια κοινωνία που κάνει τα λεφτά από μέσο, αυτοσκοπό και που στην προσπάθεια να αποκτήσει αυτά τα «πολυπόθητα» χρήματα έχει χάσει ή ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο ήθελε τα χρήματα αυτά. Μια κοινωνία απαρτιζόμενη από ανθρώπους κενού περιεχομένου, φτωχοί με όλη τη σημασία της λέξης, όπου το μόνο που έχουν, τελικά, είναι…λεφτά.
«Πήρα το ρίσκο και δεν με καίει / στο Σαν Φρανσίσκο ήμουνα gay / ήταν ωραία και πήγα πιο κει /είμαι ένας μαύρος στη Νότια Αφρική /μες στην Ευρώπη με πιάνει μανία / είμ’ Ασιάτης σε μια γωνία / Στην Ελλάδα είμ’ Αλβανία / αναρχικός είμαι στην Ισπανία / είμαι ό,τι θέλω να είμαι / είμαι ό,τι θέλω να είμαι / Παλαιστίνιος στο Ισραήλ /στην Πολωνία γύφτος με στυλ /είμαι εκκλησία χωρίς περιουσία / μία λεσβία μες την Ρωσία /είμαι ό,τι θέλω να είμαι / Στο Αφγανιστάν τραβεστί και Σαμάνος / είμαι στο Texas εγώ μουσουλμάνος /είμαι ό,τι θέλω να είμαι / Είμαι ό,τι θέλω να είμαι / ζωντανός μέσα σε πτώματα / μια γυναίκα μόνη στο Μετρό τα ξημερώματα!»
Λέει στο τέλος του τραγουδιού και αναδεικνύει μέσα σε λίγους στίχους όλες τις κοινωνικές ανισότητες που υπάρχουν διαχρονικά ανά τον κόσμο… Αποκορύφωμα, ωστόσο αποτελεί ο τελευταίος στίχος που εκφράζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τον διαρκή πόλεμο που υφίστανται όλες οι γυναίκες μέσα σε μια ανδροκρατούμενη και φαλλοκρατική κοινωνία, όπου ο μισογυνισμός είναι ένα με την κουλτούρα της.
Και έτσι, από τις κοινωνικές ανισότητες μας μεταφέρει στον έρωτα και στη ζωή θυμίζοντάς μας τι θα έπρεπε να είναι η προτεραιότητά μας στη ζωή…θυμίζοντάς μας όλους εκείνους τους λόγους που αξίζει να ζούμε και να χαιρόμαστε τη ζωή…ένα χαμόγελο, μια χαρούμενη ματιά, ένα φιλί, μια αγκαλιά…όλα αυτά συνθέτουν το «Λαχείο» μας και ο Πάνος Βλάχος φροντίζει να μας το θυμίζει σε μια εποχή που φαίνεται να έχουμε ξεχάσει πολλά…
«Ένα λαχείο είν’ η ζωή / κι άμα το βρεις μην το πετάξεις / Ένα λαχείο εμείς μαζί / και θα με βρεις όπου κι αν ψάξεις».
Ύστερα μας μεταφέρει ξανά σε μια άλλη πτυχή της καθημερινότητας και μας περνάει ένα μήνυμα αμιγώς πολιτικό που, δυστυχώς, παραμένει πιο επίκαιρο από ποτέ.
«Ένα τυχαίο γεγονός / μια νύχτα με αστέρια / που βρέθηκε αναρχικός / σε λάθος μπάτσου χέρια / Κι απ’ το ανοιχτό παράθυρο / έπεσε μοναχός του / γιατί πολύ τον τρέλανε / ο άλλος εαυτός του».
Η υποκρισία της εξουσίας. Η διαφθορά της εξουσίας. Η κρατική βία της εξουσίας που φτάνει στη δολοφονία. Το μίσος της εξουσίας σε ό,τι είναι διαφορετικό. Ναι! Όλα αυτά ο Πάνος Βλάχος καταφέρνει να τα χωρέσει στους παραπάνω στίχους του τραγουδιού «Ένα Τυχαίο Γεγονός» που, δυστυχώς μόνο τυχαίο δεν είναι σαν γεγονός και δεν θα είναι ποτέ, παρά θα επαναλαμβάνεται από κάθε μορφή εξουσίας σε ό,τι είναι διαφορετικό και απειλεί την ίδια τη σύστασή της.
«Υπάρχει ένας θάνατος, ένας τυχαίος φόνος / που επαναλαμβάνεται στα μάτια μου μπροστά / / απέναντι στο άδικο κανείς μη μένει μόνος / δεν φτιάχτηκαν οι άνθρωποι να ζούνε χωριστά»
Λέει στο τελευταίο κουπλέ του τραγουδιού προτείνοντας τη συλλογική δράση απέναντι στο άδικο που συμπαρασέρνει κάθε μορφή εξουσίας… Παρά τις προσπάθειές τους να μας διαιρέσουν και να ανταγωνιζόμαστε ο ένας τον άλλον…«δεν φτιάχτηκαν οι άνθρωποι να ζούνε χωριστά» λέει ο Πάνος Βλάχος προτείνοντας σε έναν κόσμο ανταγωνιστικό, την αλληλεγγύη…σε έναν κόσμο ατομοκεντρικό τη σημασία της συλλογικότητας.
Και έτσι από τα τραγούδια γεμάτα πολιτικά νοήματα βγαίνει στη σκηνή η Νεφέλη Φασουλή και τραγουδούν μαζί το τραγούδι «Συμπτώματα» και δεν μπορούν παρά να μην αγγίξουν οι στίχοι και οι φωνές τους το βαθύτερο σημείο της ψυχής μας.
«Κάποιοι βουρκώνουν θολωμένοι κι όλο χάνονται / Άλλοι απ’ τα κλάματα πιο ζωντανοί αισθάνονται / Άλλοι φεύγουν κι άλλοι ποτέ δεν έρχονται / Άλλοι ανθίζουν μοναχοί κι άλλοι μαζί μαραίνονται
Άλλοι ψάχνουν τη χαμένη τους ταυτότητα / Κι άλλοι γυρνάνε πίσω στην κανονικότητα / Κάποιοι ζητούν να τρελαθούν να ηρεμήσουν / Όλοι ζητούν να αγαπηθούν όλοι θέλουν να ζήσουν
Κι εγώ γυρεύω να σου γράψω κάτι να σ’ αρέσει / Ένα τραγούδι και τους δυο να μας χωρέσει / Μα έρχεται πάντα να με βρει μια ξεχασμένη λύπη / Γιατί σε σένα μισώ ό,τι σε μένα λείπει
Γιατί σε σένα αγαπώ ό,τι σε μένα λείπει»
Ένα τραγούδι-ύμνος στον έρωτα και στην αποδοχή της διαφορετικότητας, διότι ό,τι έχουμε είναι ο ένας τον άλλον και είναι τόσο όμορφο που όλοι είμαστε μοναδικοί, αυτός πρέπει να είναι ο πλούτος μας.
Και ύστερα πάλι, μέσα στα συναισθηματικά ανεβοκατεβάσματα της συναυλίας, ο Πάνος Βλάχος καυτηριάζει με τον πιο εύστοχο και οξυδερκή τρόπο τα κακώς κείμενα μιας σύγχρονης ελληνικής καθημερινότητας, που μόνο θλίψη προκαλεί το γεγονός πως γινόμαστε όλοι θεατές σε ένα έργο που είναι αδιανόητο το ότι παίζεται και μας πλασάρεται ως η «κανονικότητά» μας, «Μαρία», λοιπόν!
«Σ’ αγαπώ Μαρία / Σ’ αγαπώ Μαρία / Πολύ σ’ αγαπώ Μαρία / όσο οι παπάδες πληρώνουν εφορία / όση του γαύρου η ευρωπαϊκή πορεία / όσο η TV ξεσκεπάζει τη μαφία / κι όσο δίκιο έχει η πλειοψηφία / τόσο σ’ αγαπώ Μαρία
Σ’ αγαπώ Μαρία / όσο αξίζουνε αλήθεια τα βραβεία / όσο τα πάνελ σιχαίνονται τη βία / όσο αλήθεια λένε τα δελτία / κι όσο μεγάλη έκανα θητεία / τόσο σ’ αγαπώ Μαρία»
Και με αυτόν το περιεκτικό τρόπο αμφισβητεί ξεκάθαρα τα πάντα από τον τρόπο που λειτουργούν τα ΜΜΕ, μέχρι τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίο ολόκληρη η κοινωνία έχει θεμελιωθεί. Σαθρές βάσεις στην κοινωνία, σαθρές βάσεις στην πολιτική. Σαθρές βάσεις, τελικά, στις ζωές των ανθρώπων, που οδηγούν σε προσωπική, κοινωνική και πολιτική καταστροφή του σήμερα και του αύριο!
Η δύναμη του Πάνου Βλάχου είναι οι λέξεις, είναι η γλώσσα και καταφέρνει μέσα σε λίγους στίχους να καυτηριάσει ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας και να μας παρασύρει σε ένα ταξίδι αναζήτησης του πραγματικού μας εαυτού, προβληματισμού για τα τεκταινόμενα και επαγρύπνησης για το σε ποια κοινωνία θα θέλαμε να ξυπνήσουμε αύριο.
Ποιο είναι το σημείο όπου η ευθύνη φεύγει από τους εξωγενείς παράγοντες και βαραίνει εμάς; Η δική μας η αποδοχή πραγμάτων και καταστάσεων πόσο συνένοχη είναι με τα πράγματα και τις καταστάσεις αυτά καθ’ αυτά; Ερωτήματα που τα κλειδιά των απαντήσεων βρίσκονται στον τρόπο που μπορούμε να διαμορφώσουμε την καθημερινότητά μας και να δομήσουμε μια ζωή και μια κοινωνία με αγάπη απέναντι στον εαυτό μας, τα όνειρά μας και τους άλλους.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου