Σκέψεις CultArt: Ο Άσχημος
«Μοιάζω με κάποιον που πάντα θα τον ζηλεύω, μόνο που δεν ξέρω, αν αυτός είμαι εγώ» λέει ο Λέττε, ο βασικός χαρακτήρας της παράστασης «Ο Άσχημος» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή και σοκάρει με το πόσο εύγλωττα περιγράφει το σύγχρονο άτομο και τη σύγχρονη κοινωνία.
«Ο Άσχημος», έργο του Marius Von Mayenburg, μέσα από μια ιδιαίτερη γραφή, που έχει στοιχεία noir κωμωδίας, και μια διεισδυτική ματιά μάς αποκαλύπτει βήμα-βήμα τις σαθρές βάσεις μιας κοινωνίας όπου όλοι γινόμαστε θύτες και θύματα.
Με τρόπο καυστικό, ορισμένες φορές παρωδιακό, αλλά και δραματικό η παράσταση συνδυάζει πολλές πτυχές της καθημερινότητάς μας που, πολλές φορές, οι ίδιοι, ως άτομα, αν και συμμετέχουμε σε όλο αυτό, μας είναι αδύνατο να ανιχνεύσουμε τη συμμετοχή μας ή όταν τελικά την ανιχνεύσουμε είναι ήδη αργά.
Μια κοινωνία επιφανειακή, ρηχή, υποκριτική, που απαρτίζεται από άτομα αποξενωμένα από την ίδια τους την ύπαρξη μόνο και μόνο, για να μπορέσουν να αποτελέσουν μέλη μιας σάπιας κοινωνίας, που ενδεχομένως να μην τους αρέσει, αλλά που κάνουν ό,τι μπορούν, για να αρέσουν σε αυτήν.
Ο Λέττε είναι ένας άσχημος άνθρωπος, που, όμως, δεν το έχει καταλάβει μέχρι την ημέρα που αρχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα στη δουλειά του λόγω της ασχήμιας του. Συγκεκριμένα, ο διευθυντής του επιλέγει τον βοηθό του Λέττε να κάνει την παρουσίαση της δικής του πατέντας ενός νέου προϊόντος. Ο Λέττε, εμφανώς προβληματισμένος με την εξέλιξη αυτή, ζητά να μάθει τον λόγο με τον διευθυντή του να του απαντάει κυνικά πως το γεγονός ότι είναι τόσο άσχημος θα αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για τις πωλήσεις του προϊόντος.
Με άλλα λόγια, ο διευθυντής του του λέει πως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η πατέντα που έφτιαξε ακόμα και αν είναι εξαιρετική, σημασία έχει να μην την παρουσιάσει ο ίδιος, καθώς όσο καλή και αν είναι η πατέντα δεν θα ενδιαφερθεί κανείς λόγω της ασχήμιας του δημιουργού της. Μια κοινωνία, δηλαδή, που ενδιαφέρεται μόνο για το πώς φαίνονται τα πράγματα και δεν δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο πώς πραγματικά είναι τα πράγματα.
Ο Λέττε ακούγοντας για πρώτη φορά από τον διευθυντή του ότι είναι άσχημος γυρνάει στο σπίτι και ρωτάει τη γυναίκα του να του πει την αλήθεια. Η γυναίκα του δεν το παραδέχεται αμέσως, όμως ο Λέττε, για πρώτη φορά, παρατηρεί πως η γυναίκα του δεν μπορεί να τον κοιτάξει στο πρόσωπο λόγω της ασχήμιας του.
Αν και η γυναίκα του παραδέχεται, τελικά, το πόσο άσχημος είναι εξωτερικά, ωστόσο, του λέει πως αυτό δεν είναι ανασταλτικός παράγοντας για την ίδια, καθώς ο εσωτερικός κόσμος του Λέττε είναι αυτός που έχει αγαπήσει. Σε μια κοινωνία, όμως, που το φαίνεσθαι έχει πρωταρχικό ρόλο, για τον Λέττε δεν είναι αρκετό αυτό. Έτσι αποφασίζει να κάνει πλαστική επέμβαση που θα διορθώσει την ασχήμια του προσώπου του.
Η επέμβαση πετυχαίνει και ο Λέττε αποκτά το ιδανικό πρόσωπο, απόλυτα εναρμονισμένο με τα κοινωνικά πρότυπα ομορφιάς. Το όμορφό του πρόσωπο αποτελεί πια διαβατήριο για οτιδήποτε θελήσει: επιτυχία, δόξα, αναγνωρισιμότητα, χρήματα. Το όμορφο πρόσωπο του Λέττε είναι αυτό που τα κάνει όλα φαινομενικά εύκολα για αυτόν. Όμως, ενώ αλλάζει στάση η κοινωνία απέναντί του, δεν βρίσκεται σε θέση να καταλάβει πως και αυτός αλλάζει στάση απέναντι στην κοινωνία, τους ανθρώπους του, τη δουλειά του, τον ίδιο του τον εαυτό.
Η ευκολία για την απόκτηση δόξας, γυναικών, χρημάτων διαφθείρει και διαβρώνει τον Λέττε σαν προσωπικότητα με αποτέλεσμα να προκύπτει μια ιδιότυπη αυτοεκπληρούμενη προφητεία, δηλαδή ο Λέττε να γίνεται αγνώριστος εσωτερικά, όσο αγνώριστος επέλεξε να είναι εξωτερικά.
Επομένως, σταδιακά, μεταμορφώνεται εσωτερικά αρχίζοντας να βασίζει την προσωπικότητά του σε όλα εκείνα τα επιφανειακά στοιχεία που θα τον αναδείξουν κοινωνικά. Ο Λέττε αρχίζει να διαλύεται χωρίς να το καταλαβαίνει. Αφαιρεί την ουσία από όλα τα πράγματα γύρω του, αλλά πρωτίστως αφαιρεί την ουσία από μέσα του. Αρκείται στην ευκολία του «φαίνεσθαι», καθώς είναι αυτή για την οποία η κοινωνία τον επιδοκιμάζει.
Χωρίς να το καταλαβαίνει, αν και φαίνεται κοινωνικά κυρίαρχος, είναι παντελώς αδύναμος, καθώς αφήνεται στο να ετεροπροσδιοριστεί. Πλέον δεν έχει καμία αξία ο ίδιος, όλη η αξία του προκύπτει από το πόσο τον αποδέχεται και τον αποζητά η κοινωνία. Μέχρι που πέφτει στο μεγαλύτερό του λάθος, όντας πια θολωμένος από τη ζωή ευμάρειας που του προσφέρει η ομορφιά του. Μετά από συζήτηση με τον γιατρό του βγάζει προς πώληση τον ίδιο του τον εαυτό -το πρόσωπό του συγκεκριμένα. Ο γιατρός χρησιμοποιεί την «επιτυχία» του αυτή, για να προσελκύσει νέους πελάτες, οι οποίοι θέλουν να αποκτήσουν το πρόσωπο του Λέττε.
Έτσι το ιδανικό πρόσωπο του Λέττε αρχίζει να αποκτά και νέους ιδιοκτήτες. Όσο περισσότεροι αποκτούν το πρόσωπο του Λέττε, τόσο πιο άχρηστος πλέον γίνεται ο ίδιος για την κοινωνία, καθώς πλέον όλοι μπορούν πολύ εύκολα να βρουν τον αντικαταστάτη του. Είναι εκείνο το σημείο που ο Λέττε χάνει πλέον τα πάντα.
Όλοι πλέον γίνονται τόσο ίδιοι, χάνουν τη διαφορετικότητά τους και άρα παύουν να είναι μοναδικοί. Το γεγονός αυτό, αν και τους καθιστά φαινομενικά όμορφους, τους καταντά παντελώς κοινούς. Όσο ανεβαίνει ο αριθμός των ανθρώπων που αποκτούν το ίδιο πρόσωπο, τόσο μειώνεται η αξία του Λέττε. Αυτό, όμως, δεν θα συνέβαινε, αν ο Λέττε δεν είχε δεχθεί να ετεροπροσδιοριστεί, αν δεν είχε δεχθεί να παραμερίσει τον πραγματικό του εαυτό, για να γίνει αρεστός στον κοινωνικό περίγυρο.
Ο Λέττε από εκεί που αποτελεί πρότυπο για την υλιστική και επιφανειακή κοινωνία καταντά μια τραγικά διαλυμένη φιγούρα από την ίδια κοινωνία που τον έθρεψε. Έχει χάσει πλέον τα πάντα, μα πρώτα και κύρια έχει χάσει τον ίδιο του τον εαυτό.
Σε έναν συγκλονιστικό μονόλογο του Ορφέα Αυγουστίδη, ο οποίος αποτελεί ύμνο για τη διαφορετικότητα και για την ουσία των πραγμάτων, ο «όμορφος» μα αλλοτριωμένος Λέττε, ψάχνει να βρει τον «άσχημο» μα γεμάτο περιεχόμενο παλιό του εαυτό απεγνωσμένα.
Για πόσο ακόμα θα συντηρούμε και θα επικροτούμε μια κοινωνία του «φαίνεσθαι»; Για πόσο ακόμα θα μας ενδιαφέρει το τι «φαίνεται» και όχι το τι «είναι»; Για πόσο ακόμα θα κρίνουμε τους άλλους με βάση τα φαινόμενα και όχι την ουσία; Γιατί βγάλαμε από τη ζωή μας την ποιότητα αντικαθιστώντας την με την ευκολία;
Για πόσο ακόμα θα υποκρινόμαστε, για να πάρουμε το χειροκρότημα από τους άλλους με κόστος την αλλοτρίωση και την αποξένωσή μας από τον ίδιο μας τον εαυτό; Γιατί ανεχόμαστε να ετεροπροσδιοριζόμαστε;
Η διαφορετικότητα, η ειλικρίνεια, το περιεχόμενο, η ποιότητα είναι αυτά που μετράνε πραγματικά. Και αν στη σημερινή κοινωνία αυτά είναι λόγος κοινωνικής περιθωριοποίησης, τότε η κοινωνική περιθωριοποίηση είναι η καλύτερη επιλογή που μας έχει απομείνει. Ειδάλλως θα συνεχίσουμε να αναπαράγουμε μόνοι μας το τέρας που λέγεται «κοινωνία» και που ζητά μανιακά να τραφεί από εμάς.
Αν σταματήσουμε να αναπαράγουμε το «τέρας», το «τέρας» θα σταματήσει να υπάρχει και θα μετεξελιχθεί σε ό,τι εμείς επιλέξουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου