Σκέψεις CultArt: Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα της Ύπαρξης

Της Αφροδίτης Γιώτα
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ για τη βαρύτητα ή την ελαφρότητα της ύπαρξής σας; Πώς οι προσωπικές σας σχέσεις, τα βιώματα, η στάση σας απέναντι στην πολιτική σάς καλούν καθημερινά να αντιμετωπίσετε τον ίδιο σας τον εαυτό; Ο Μίλαν Κούντερα στο πιο γνωστό του μυθιστόρημα με τίτλο «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης» αναμετριέται με αυτά ακριβώς τα ερωτήματα, με τη βοήθεια των πολυσύνθετων και απόλυτα καθημερινών προσώπων που ο ίδιος πλάθει.
Ο Κούντερα τοποθετεί -με κάποιες εξαιρέσεις- τις διάφορες ιστορίες των ηρώων του στη χώρα καταγωγής του την Τσεχία και ο τόπος εδώ έχει τη δική του σημασία. Οι ιστορίες που μας διηγείται, εκτυλίσσονται κατά τη διάρκεια της κατοχής της Πράγας από σοβιετικά στρατεύματα τη δεκαετία του ’60.
Έχοντας σαν αφετηρία την ερωτική σχέση του Τόμας και της Τερέζα μας εισαγάγει σε ένα δραματικό, χειμαρρώδες και γεμάτο προβληματισμό αριστούργημα.
Ο Τόμας ένας γιατρός-χειρουργός, που ζει και δουλεύει στην Πράγα, γνωρίζει σε ένα σύντομο ταξίδι του την Τερέζα, μια σερβιτόρα σε ένα εστιατόριο ενός επαρχιακού ξενοδοχείου στην περιοχή της Βοημίας. Εκείνος νιώθει μια ανεξήγητη έλξη και περιθάλπει με περίσσεια αγάπη και γονεϊκό νοιάξιμο, προς μεγάλη έκπληξη του ίδιου, την Τερέζα, όταν εκείνη αρχικά φτάνει απροειδοποίητα στο σπίτι του στην Πράγα και αρρωσταίνει μετά την πρώτη τους σεξουαλική συνεύρεση. Ο Τόμας χωρισμένος από την πρώτη του γυναίκα είχε αποφασίσει για τη ζωή του ότι πρώτον δεν θέλει καμία επαφή με εκείνη και το παιδί του και ότι δεύτερον το είδος των σχέσεων που επιδιώκει με τις γυναίκες με τις οποίες κάνει σεξ είναι η «ερωτική φιλία». «Η μόνη σχέση που μπορεί να φέρει ευτυχία και στους δύο είναι αυτή που δεν χωράνε συναισθηματισμοί και κανένας από τους δύο δεν εγείρει αξιώσεις στη ζωή και την ελευθερία του άλλου».
Το παράδοξο εδώ είναι ότι η σχέση του με την Τερέζα δεν τον αποτρέπει από τις εφήμερες και πολλαπλές σεξουαλικές συνευρέσεις του με άλλες γυναίκες. Ιδιάζουσα περίπτωση ήταν η επαφή του με τη Σαμπίνα, μίας ζωγράφου από την Πράγα με την οποία τους συνέδεε μια ερωτική φιλία και η οποία αποτελεί μία εκ των βασικών ηρωίδων του βιβλίου. Μια απλουστευμένη ερμηνεία του χαρακτήρα του Τόμας θα ήταν ότι πρόκειται απλώς για έναν γυναικά, ωστόσο οι συνευρέσεις του αυτές έχουν υπαρξιακό χαρακτήρα. Ο Τόμας δεν επεδίωκε κάποιου είδους επιβεβαίωση ή απλώς τη σαρκική ευχαρίστηση από τις συνευρέσεις του ούτε σήμαινε ότι εκμεταλλευόταν συναισθηματικά την Τερέζα, μιας και ήταν πραγματικά ερωτευμένος μαζί της. Η Τερέζα από την άλλη είχε πλήρη γνώση για τις σχέσεις του Τόμας και κυρίως της σχέσης του με τη Σαμπίνα. Η γνώση αυτή αποτυπωνόταν καθημερινά στο υποσυνείδητο και τους συχνούς εφιάλτες της.
Πολλές φορές οι αποφάσεις του Τόμας στο έργο επηρεάζονται από τις ενοχές και την κατανόηση του πόνου της Τερέζα και τις απιστίες που είχε υποστεί εξαιτίας του. Μια από τις κομβικές αποφάσεις του που παρακινήθηκαν από την ενοχή του αυτή ήταν το να μετακομίσουν στη Ζυρίχη, εκείνος, εκείνη και το σκυλί τους ο Καρένιν. Μέσα σε ένα σκηνικό απολυταρχισμού, εδραιωμένου από την κατάληψη της Πράγας από σοβιετικά τανκς, η Τερέζα εκφράζει την επιθυμία να φύγει από την Πράγα έτσι ώστε να νιώσει και πάλι «δυνατή και ευχαριστημένη» και ο Τόμας δέχεται αυτή της την επιθυμία όπως δέχεται «ο ένοχος την ετυμηγορία του δικαστηρίου». Μετακομίζουν λοιπόν στη Ζυρίχη χωρίς αυτή η κίνηση να αλλάζει ουσιαστικά την καθημερινότητά τους, ο Τόμας απατά (με τη Σαμπίνα) την Τερέζα, η ίδια ζηλεύει και τελικά εγκαταλείπει τον Τόμας μόνο του στη Ζυρίχη. Αυτή είναι και η πρώτη και σύντομη σε διάρκεια φορά που ο Τόμας αισθάνεται τη «γλυκιά ελαφρότητα της ύπαρξής του». Αυτή η αίσθηση απελευθέρωσης και ελαφρότητας γρήγορα διαδέχθηκε το βάρος της συμπόνοιας που ένιωθε για την Τερέζα, γεγονός που τον οδηγεί να εγκαταλείψει τη Ζυρίχη και να επιστρέψει στην Πράγα.
«Muss es sein? Es muss sein! Es muss sein!». Αυτή η φράση από το κουαρτέτο του Μπετόβεν συνοδεύει τον Τόμας σε όλη του την πορεία στο έργο, καθώς αυτολεξεί η φράση σημαίνει πρέπει, αλλά εδώ νοηματοδοτείται ως η βαριά ζυγισμένη απόφαση, το πεπρωμένο. Έπρεπε να γυρίσει στην Πράγα υπό το βάρος της συμπόνοιας του για την Τερέζα. Εκ των υστέρων, η απόφαση αυτή και η μελλοντική του συνάντηση με την Τερέζα μάλλον τον δυσανασχετεί. Σε αντίθεση με τον Μπετόβεν ο Παρμενίδης θεωρούσε ως κάτι θετικό την ελαφρότητα και όχι τη βαρύτητα.
Η περίπτωση της Τερέζα ως μυθιστορηματικού χαρακτήρα παρουσιάζει επίσης εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εκείνη μεγαλωμένη σε ένα οικογενειακό περιβάλλον έντονα χαρακτηρισμένο από την παρουσία και τις παρεμβάσεις της μητέρας της στη ζωή της, προσπαθεί και διεκδικεί συνεχώς το δικαίωμα στο να «ανυψωθεί η ψυχή της». Η μητέρα της τής αφαιρεί από πολύ μικρή το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, τη χλευάζει, όταν ντρέπεται να επιδείξει το γυμνό της σώμα, όπως η ίδια κάνει συνεχώς, και την κατηγορεί εμμέσως για την έκβαση της δικής της ζωής. Μια ουσιαστική διέξοδος για την Τερέζα αποτελεί η ενασχόλησή της με το διάβασμα, καθώς μόνο μέσα από το διάβασμα καταφέρνει να αναδειχθεί η ψυχή της, «να ανυψωθεί» και να νιώσει δυνατή. Η γνωριμία με τον Τόμας και ο κατοπινός έρωτάς της βασίζεται ακριβώς σε αυτήν την επιδίωξη να αναδειχθεί η ψυχή της. Σε όλο το έργο, η Τερέζα μάς παρουσιάζεται ως ένα άτομο που είναι τόσο εύθραυστο όσο και δυνατό, φθονεί και προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα παιδικά της τραύματα από τη σχέση με τη μητέρα της μέσα από τη σχέση της με τον Τόμας. Παρά τη φαινομενική της αδυναμία ως μια συντρόφου που -αν και δικαιολογημένα- ζηλεύει τον σύντροφό της, δεν διστάζει να φύγει, όταν δεν νιώθει η ίδια ότι είναι δυνατή, αναγνωρίζει και διεκδικεί τα συναισθήματά της, όπως και την ιδιωτικότητα και την αιδημοσύνη της, γίνεται υποκείμενο και αντικείμενο των συναισθημάτων της όποια και αν είναι η επίπτωση.
Ο Κούντερα, ωστόσο, δεν πλάθει μόνο ένα ζεύγος χαρακτήρων, για να θίξει τα ζητήματα που τον ενδιαφέρουν. Αντίθετα, δημιουργεί χαρακτήρες και μέσα από τις σκέψεις των ηρώων ξεδιπλώνει τις δικές του σκέψεις για διάφορα θέματα π.χ. για την ασύμπτωτη γλώσσα των εραστών. Με αφορμή αυτό το θέμα, λοιπόν, μας παρουσιάζει τον Φραντς έναν καταδιωγμένο πανεπιστημιακό που ταξιδεύει πολύ και χρησιμοποιεί τα ταξίδια του ως δικαιολογία, για να συναντήσει την ερωμένη του τη Σαμπίνα. Αυτή η ερωτική συνύπαρξη μάς καταδεικνύει πόσο διαφορετικά χρησιμοποιούνται και εκλαμβάνονται οι λέξεις από δύο συντρόφους. Ο Φραντς για παράδειγμα αντιλαμβάνεται τη μουσική ως μια τέχνη μεθυστική που πλησιάζει τη διονυσιακή ομορφιά. Αντίθετα για τη Σαμπίνα η μουσική, όπως την έζησε εκείνη στα χρόνια της κομμουνιστικής κατοχής, είναι ένα άθροισμα επιβεβλημένων δυσάρεστων θορύβων.
Μέσω της Σαμπίνα, ο Κούντερα μάς συστήνει την έννοια του κιτς. Σύμφωνα με τον ίδιο, «το κιτς αποκλείει από το οπτικό του πεδίο οτιδήποτε ουσιωδώς απαράδεκτο έχει η ανθρώπινη ύπαρξη». Η Σαμπίνα ως καλλιτέχνης και ζωγράφος που διδάχθηκε να απορρίπτει ακόμη και στην τέχνη οτιδήποτε αντιτίθεται στο κομμουνιστικό ιδεώδες, επαναστατεί και απορρίπτει καταφατικά όχι την ασχήμια που φέρει ο κομμουνισμός αλλά τη μάσκα της ομορφιάς με την οποία περιβάλλεται. Εδώ μιλάει για το κομμουνιστικό κιτς. Η ένσταση της Σαμπίνα δεν έγκειται στις αρχές του κομμουνισμού αλλά στην αισθητική με την οποία αυτός συνδέθηκε έτσι όπως η ίδια τον έζησε και έτσι όπως επιχειρήθηκε να συνδεθεί με την ουσία της ίδιας της ζωής.
Όλοι οι ήρωες του Κούντερα ζουν και αναμετριούνται με την ουσία της ίδιας τους της ύπαρξης τόσο στον έρωτα, στις σχέσεις αλλά και στην πολιτική. Παίρνουν θέση και δεν διστάζουν να επωμιστούν το κόστος των επιλογών τους, όταν αυτό συγκρούεται με το status quo. Χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι ο Τόμας αρνείται την επαγγελματική του ιδιότητα και μετακομίζει μακριά από την Πράγα, όταν του προτείνουν να αλλάξει το κείμενο πολιτικών θέσεων που είχε δημοσιεύσει. Αυτό που επιτυγχάνει είναι να στρέψει περίτεχνα το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε ποικίλα ζητήματα, να παρασύρει και να συναρπάσει με ανεπιτήδευτο τρόπο, να κάνει τον κάθε αναγνώστη να δει με υπομονετική κατανόηση και ουσιαστική συμπάθεια τους ήρωες του βιβλίου. Οι πνευματικοί και συναισθηματικοί κραδασμοί που προκαλεί το μυθιστόρημα είναι πρωτοφανείς, γεγονός που το αναδεικνύουν σε ένα διαχρονικό αριστούργημα.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου