Σκέψεις CultArt: Ηρακλής Μαινόμενος

«Ο θεός δεν έχει ανάγκη τα παιχνίδια εξουσίας, δεν έχει ανάγκη να εξουσιάζει τους θνητούς. Ο θεός δεν έχει ανάγκη τίποτα, αν στ’ αλήθεια είναι θεός» αναφωνεί ο Ηρακλής βουτηγμένος μέσα στο αίμα των παιδιών και της γυναίκας του λίγο πριν το φινάλε της εξαιρετικής παράστασης «Ηρακλής Μαινόμενος» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Δ. Καραντζά.
Βασισμένη στο διαχρονικό έργο του Ευριπίδη, γεμάτο μηνύματα που στηλιτεύουν το παράλογο κάθε μορφής εξουσίας και με ένα cast εξαιρετικών ηθοποιών, η θεατρική αυτή παράσταση προβληματίζει τον θεατή σχετικά με τη νοσηρότητα της εξουσίας, είτε αυτή προέρχεται από θεούς είτε από ανθρώπους, καθώς επίσης και την τρομερή αδυναμία της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία πολλές φορές έρχεται αντιμέτωπη με πράγματα τα οποία της είναι αδύνατον να αντιμετωπίσει.
Ο τόπος που διαδραματίζεται η ιστορία είναι η Θήβα. Η παράσταση ξεκινά με μια ανατριχιαστική ερμηνεία του Γιώργου Γάλλου στον ρόλο του πατέρα του Ηρακλή, Αμφιτρύωνα, ο οποίος μας περιγράφει την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα πράγματα. Μαζί του στη σκηνή και η γυναίκα του Ηρακλή, Μεγάρα, η οποία απειλείται μαζί με τον Αμφιτρύωνα και τα παιδιά του Ηρακλή σε θάνατο από τον σφετεριστή της εξουσίας και Τύραννο της Θήβας, Λύκο. Ο Λύκος από φόβο μήπως κάποια στιγμή τα παιδιά του Ηρακλή επιθυμήσουν να διεκδικήσουν την εξουσία -καθώς είναι απόγονοι του Κρέοντα- αποφασίζει να σκοτώσει όλη την οικογένεια του Ηρακλή, ενώ ο ίδιος ο Ηρακλής βρίσκεται στον Άδη για τον τελευταίο άθλο του.
Ο Λύκος ισχυρίζεται πως ο Ηρακλής είναι νεκρός, ενώ παράλληλα τον σπιλώνει με σειρά από κατηγορίες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ο Αμφιτρύωνας, αν και στην αρχή προσπαθεί να αντιδράσει σε αυτό και να υπερασπιστεί τον Ηρακλή μέχρι εσχάτων, τελικά, από κοινού με τη Μεγάρα, υποτάσσονται στη θέληση του Λύκου να θανατωθούν ζητώντας του απλά να θανατώσει πρώτα αυτούς και μετά τα παιδιά, για να μην χρειαστεί να είναι μάρτυρες του θανάτου των παιδιών. Ο Λύκος συμφωνεί και τους δίνει χρόνο για να ετοιμαστούν φορώντας τα απαραίτητα νεκρικά ρούχα, όπως ορίζει η παράδοση.
Στο διάστημα αυτό η Μεγάρα κάνει επίκληση στους θεούς παρακαλώντας να επιστρέψει ο Ηρακλής από τον Άδη. Κάτι που, εν τέλει, συμβαίνει. Ο Ηρακλής επιστρέφει κρυφά στη Θήβα και χωρίς κανείς να τον καταλάβει συναντά τον πατέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά του. Η Μεγάρα και ο Αμφιτρύωνας τον ενημερώνουν για τις προθέσεις του Λύκου και έτσι ο Ηρακλής αποφασίζει να τον σκοτώσει. Ο Λύκος ανυποψίαστος πηγαίνει στην οικία, όπου πλέον βρίσκεται ο Ηρακλής, και βρίσκει έναν ξαφνικό θάνατο.
Όλα φαίνονται να κυλούν ομαλά και η ιστορία φαίνεται να καταλήγει σε ένα αίσιο τέλος, μέχρι που στην κορυφαία σκηνή της παράστασης εισέρχονται επί σκηνής η Ίριδα και η Λύσσα, οι οποίες σταλμένες από τη θεά Ήρα, της οποίας κινητήριος δύναμη είναι ο φθόνος και η ζήλια που έχει για τον Ηρακλή, καθώς είναι παιδί του άντρα της και της Αλκμήνης, του προκαλεί μανία με αποτέλεσμα ο Ηρακλής να βρίσκεται σε μια κατάσταση, όπου δεν έχει συναίσθηση για το τι κάνει.
Από τη μανία του Ηρακλή το επί σκηνής σπίτι του καταρρέει και ξαφνικά οι θεατές βρισκόμαστε σε ένα πρωτόγνωρο θέαμα. Ο Ηρακλής, λιπόθυμος κάτω από τα συντρίμμια του σπιτιού του και βουτηγμένος μέσα στο αίμα, κείτεται δίπλα στα νεκρά παιδιά του και τη νεκρή γυναίκα του που μόλις έχει δολοφονήσει. Όταν συνέρχεται ο Ηρακλής δεν θυμάται τίποτα και ο Αμφιτρύωνας, ο μόνος επιζών, του περιγράφει τις πράξεις στις οποίες προέβη ο ίδιος κυριευμένος από τη μανία που του έστειλε η Ήρα.
Στο σημείο αυτό λαμβάνει χώρα η πλήρης αποκαθήλωση του άλλοτε πιο κραταιού ήρωα της ελληνικής μυθολογίας. Ο Ηρακλής από ημίθεος γίνεται κοινός θνητός ή μάλλον ούτε καν αυτό, γίνεται ένα μίασμα και βρίσκεται στη χειρότερη θέση που θα μπορούσε να βρεθεί κάποιος.
Γίνονται έκδηλα με τον πιο εύγλωττο τρόπο τα πολιτικά μηνύματα του Ευριπίδη, ο οποίος στηλιτεύει κάθε μορφή εξουσίας αναδεικνύοντας μέσα από αυτήν την εξαθλίωση στην οποία έχει επέλθει ο Ηρακλής αφενός το παράλογο και τη νοσηρότητα της εξουσίας, η οποία παραβιάζει κάθε ίχνος κοινής λογικής στον βωμό της διατήρησης της εξουσίας, καθώς επίσης και το πόσο αδύναμος μπορεί να είναι ο κάθε άνθρωπος, όταν έρχεται αντιμέτωπος με πράγματα που δεν μπορεί να ελέγξει.
Σε έναν συγκλονιστικό μονόλογο ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης αναδεικνύει τον πιο ανθρώπινο και τον πιο ευαίσθητο Ηρακλή που θα μπορούσε να υπάρξει ενσαρκώνοντας τον χαρακτήρα εκείνο που έπλασε ο Ευριπίδης, που είχε ως σκοπό την ανάδειξη του Ηρακλή-ανθρώπου και όχι του Ηρακλή-ημίθεου.
Τα μηνύματα είναι πολλαπλά, ο Ευριπίδης αμφισβητεί κάθε είδους εξουσία, θεϊκή και ανθρώπινη. Αμφισβητεί τη δικαιοσύνη και την ηθική των θεών, οι οποίοι καθοδηγούμενοι από φαύλα αισθήματα οδηγούν τον Ηρακλή, κάποτε σύμβολο της ανθρώπινης υπεροχής και του ηρωισμού σε μια φιγούρα τραγική στα όρια της ψυχικής εξαθλίωσης.
Έχει ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς πως ακόμα και όταν η ανθρώπινη καταπίεση -θάνατος Λύκου- νικάται ο άνθρωπος δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα ελευθερίας, καθώς η θεϊκή καταπίεση είναι εκεί για να συνθλίψει ό,τι ανθρώπινο και ελεύθερο μπορεί να γεννήσει ο άνθρωπος.
Εκεί που ο Ηρακλής παύει να έχει κάθε ελπίδα, εκεί που συλλογιέται για τη ματαιότητα της ζωής, αλλά και όλης αυτής της προσπάθειας που είχε καταβάλει για να φτάσει, τελικά, στο σημείο μηδέν: «…το μηδέν θα γίνει κατοικία μου…» αναφωνεί…είναι εκείνη η στιγμή που έρχεται ο Θησέας, φίλος του Ηρακλή, τη ζωή του οποίου ο Ηρακλής έχει σώσει παλαιότερα, για να του δώσει προοπτική.
Η πραγματική φιλία μπορεί να κερδίσει τα πάντα και να βγάλει από τα μεγαλύτερα σκοτάδια κάθε άνθρωπο, αρκεί η φιλία να είναι αληθινή. Ο Ηρακλής από εκεί που βρίσκεται ένα βήμα πριν την αυτοκτονία, δέχεται τη χείρα βοηθείας του φίλου του Θησέα, αποκηρύσσει τον Δία και μαζί με αυτόν κάθε θεϊκό του στοιχείο και αγκαλιάζει με όλη του τη δύναμη για ζωή την ανθρώπινή του διάσταση.
Η παράσταση τελειώνει με τον Ηρακλή, υποβασταζόμενο από τον Θησέα, να φεύγει για την Αθήνα και τον Αμφιτρύωνα να μένει πίσω στη Θήβα να φροντίζει τους νεκρούς. Είναι εκείνη η στιγμή που ο Αμφιτρύωνας αναφωνεί με σπαραχτική αγωνία: «Τώρα που μένω ολομόναχος, εμένα ποιος θα με θάψει…» και έτσι πέφτει η αυλαία.
Μια παράσταση που παίζεται σπάνια και που αξίζει να την παρακολουθήσει ο καθένας για τα διαχρονικά μηνύματα, αλλά και για την αιρετική προσέγγιση του Ευριπίδη σε πολλά πράγματα και καταστάσεις που η κοινή γνώμη έχει μάθει αλλιώς. Ο μεγαλύτερος πλούτος της παράστασης είναι το γεγονός πως σε κάνει να προσεγγίσεις τα πράγματα από μια τελείως διαφορετική σκοπιά.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου