Σκέψεις CultArt: Εκεί που τραγουδούν οι καραβίδες (Where the Crawdads Sing)
«Έπρεπε να ζήσω τη ζωή μόνη. Όμως το ήξερα αυτό. Το ήξερα πολύ καιρό. Οι άνθρωποι δεν μένουν» σκέφτεται η Κάια, όταν απογοητεύεται για άλλη μια φορά από τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντί της και αρχίζει να μαθαίνει πως δεν πρέπει να έχει προσδοκίες από κανέναν.
Η ταινία «Εκεί που τραγουδούν οι καραβίδες», βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο, θίγει πολλά ζητήματα που μας αναδεικνύουν για ακόμη μια φορά πως οι κοινωνίες που απαρτίζουμε και που επιλέγουμε να ζήσουμε εντός τους νοσούν βαριά από σάπιες προκαταλήψεις και στερεότυπα δημιουργώντας ένα συνονθύλευμα ανθρώπων παντελώς απάνθρωπο.
Η Κάια, όπως την ονομάζει η οικογένειά της, ή «το κορίτσι του βάλτου», όπως συνηθίζουν να την φωνάζουν οι κάτοικοι του Μπάρκλεϊ Κόουβ της Βόρειας Καρολίνας, έρχεται από πολύ μικρή ηλικία αντιμέτωπη με όλες τις δυσκολίες της ζωής. Ζει σε ένα σπίτι όπου ο φόβος είναι το βασικό συναίσθημα που κυριαρχεί. Η Κάια, όπως και η μητέρα και τα αδέλφια της, αποτελεί θύμα ενδοοικογενειακής βίας, καθώς ο πατέρας, εθισμένος στο αλκοόλ, γίνεται εξαιρετικά βίαιος. Η κατάσταση είναι απελπιστική μέχρι που η μητέρα της, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τα παιδιά της και να φύγει μακριά από αυτόν τον άνθρωπο που την ξυλοκοπά σε όλη της τη ζωή.
Ένα-ένα, τα υπόλοιπα αδέλφια της οικογένειας, μόλις ενηλικιώνονται, φεύγουν και αυτά από το σπίτι με αποτέλεσμα η Κάια, που είναι το μικρότερο παιδί, να μείνει μόνη με τον πατέρα της. Ήδη η Κάια, πέρα από τη βία και τον φόβο, αρχίζει να νιώθει έντονα και το συναίσθημα της εγκατάλειψης, αλλά και της απώλειας.
Όπως γίνεται φανερό, η Κάια δεν μεγαλώνει κάτω από τις συνηθισμένες συνθήκες. Δηλαδή δεν πηγαίνει σχολείο, δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση και καλείται να ενηλικιωθεί πριν την ώρα της, ούτως ώστε να μπορέσει να επιβιώσει και να τα βγάλει πέρα. Η τάση αυτή εντείνεται ακόμη περισσότερο, όταν ο πατέρας της φεύγει και αυτός από το σπίτι και μένει παντελώς μόνη.
Είναι η στιγμή που αρχίζει να βρίσκει μύδια στο έλος και να τα πουλά μετά σε ένα ζευγάρι έγχρωμων ανθρώπων που έχουν ένα παντοπωλείο, οι οποίοι της δείχνουν αγάπη και στοργή. Πέρα, δηλαδή, από την «εμπορική» σχέση που αναπτύσσουν, η γυναίκα μαθαίνει στην Κάια και κάποια πρώτα βασικά πράγματα, που, υπό άλλες συνθήκες, η Κάια θα είχε μάθει στο σχολείο.
Σε μια νότια πολιτεία της δεκαετίας του ’50 και του ’60, όπου οι Αφροαμερικανοί ήταν στο περιθώριο, είναι αυτοί που επιδεικνύουν τη μεγαλύτερη ενσυναίσθηση και φροντίζουν με τον τρόπο τους την Κάια, η οποία, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου ζωής της, έχει επίσης περιθωριοποιηθεί από μια «καθώς πρέπει» κοινωνία με αλλεργία στο διαφορετικό.
Η ταινία ξεκινάει από ένα μεταγενέστερο σημείο της ιστορίας, το 1969, όπου οι αστυνομικές αρχές βρίσκουν ένα πτώμα στο έλος και αμέσως κατηγορείται από την τοπική κοινωνία η Κάια, καθώς θεωρείται πως μόνο αυτή θα μπορούσε να προβεί σε μια τέτοια πράξη. Βλέπουμε, λοιπόν, για άλλη μια φορά τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις να ξεχειλίζουν από μια τοπική κοινωνία που δεν μπορεί, ούτε καν να ανεχθεί το διαφορετικό και το ταυτίζει με το κακό και το άρρωστο. Έτσι η Κάια κατηγορείται και περνάει από δίκη. Ο χρόνος της δίκης αποτελεί το έναυσμα για το flash back που κάνει η ταινία και μας γυρίζει στο 1953, ενώ το flash back κυλά προοδευτικά μέχρι την ημέρα της δίκης.
Κάποια στιγμή, όταν η Κάια βρίσκεται ακόμη σε μικρή ηλικία γνωρίζει τον Τέιτ με τον οποίο γίνονται καλοί φίλοι. Χρόνια αργότερα, όπου η Κάια ζει μόνη της, θα ξανασυναντηθεί με τον Τέιτ και θα ξεκινήσει μια όμορφη σχέση αγάπης και έρωτα. Ο Τέιτ τής μαθαίνει γραφή και ανάγνωση και την παρακινεί να ασχοληθεί με την καταγραφή της χλωρίδας και πανίδας του βάλτου. Η σχέση τους φαίνεται ονειρική, όμως, μια μέρα ο Τέιτ θα έρθει να της ανακοινώσει πως θα φύγει, για να σπουδάσει, όπως «πρέπει» να κάνει κάθε άνθρωπος που θέλει να έχει κάποια «προοπτική» στη ζωή του. Βάσει κοινωνικών προταγμάτων, ο Τέιτ πρέπει να αφήσει στην άκρη το «θέλω» του -εν προκειμένω την Κάια- για να κάνει αυτό που η κοινωνία του επιτάσσει και το ονομάζει «δρόμο της προοπτικής». Δίνει υπόσχεση στην Κάια πως θα επιστρέψει. Αυτή τον περιμένει, αλλά αυτός δεν γυρνά. Η Κάια, μετά τον πατέρα της, αλλά και τη μητέρα και τα αδέλφια της που την εγκατέλειψαν, απογοητεύεται για ακόμη μια φορά από τον Τέιτ και μένει μόνη.
Δεν θα αργήσει να γνωρίσει τον Τσέις, που παρεμπιπτόντως είναι η σωρός του που βρίσκεται αργότερα και κατηγορείται η Κάια για τη δολοφονία του. Ο Τσέις είναι ο βασικός εκπρόσωπος μιας κοινωνίας υποκριτικής, βίαιης, αλλά και παγιδευμένης. Ενδεχομένως, ο Τσέις να αγαπά την Κάια, γιατί μόνο σε αυτήν μπορεί να δείξει το ποιος πραγματικά είναι, όμως καταπιέζεται από την κοινωνία και την οικογένεια να είναι κάποιος άλλος από αυτός που ενδεχομένως να θέλει και ο ίδιος να είναι. Στο μεταξύ υπόσχεται απίστευτα πράγματα στην Κάια, μέχρι που αυτή τυχαία ανακαλύπτει πως είναι αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα της «καλής κοινωνίας».
Η Κάια αποφασίζει να τον βγάλει από τη ζωή της. Αυτός όμως δεν το δέχεται. Γίνεται εξαιρετικά βίαιος μέχρι που αποπειράται να τη βιάσει. Στο μεταξύ γυρίζει πίσω ο Τέιτ, ο οποίος σε έναν εξαιρετικό μονόλογο, εκθειάζει το πόσο σημαντική είναι η απλότητα στη ζωή, η αγάπη και ο έρωτας. Έχει αηδιάσει με τους «δρόμους» που οδηγούν σε μια τεχνητή επιτυχία και ζητά την πραγματική ευτυχία με την Κάια.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες βρίσκεται το πτώμα του Τσέις, λίγο αργότερα. Ο δικηγόρος που αναλαμβάνει probono την Κάια, αν και όλα τα προγνωστικά είναι εναντίον της, καθώς η δίκη ξεκινά έχοντας ως αφετηρία την ενοχή της Κάια, τελικά καταφέρνει να την αθωώσει. Έτσι, λοιπόν, η Κάια ζει μαζί με τον Τέιτ την υπόλοιπη ζωή της, όπως και οι δυο τους την έχουν ονειρευτεί μέχρι που η Κάια πεθαίνει από φυσικά αίτια και ο Τέιτ, στα πράγματά της βρίσκει το ενοχοποιητικό στοιχείο, αλλά και μια φράση στο ημερολόγιό της που υποδηλώνει πως αυτή, εν τέλει, είχε σκοτώσει τον Τσέις.
Η ταινία τελειώνει με μια δαρβινική χροιά, όπου όποιος δεν καταφέρνει να προσαρμοστεί, για να επιβιώσει, πεθαίνει. Η Κάια επέλεξε να προσαρμοστεί και αυτή η προσαρμογή περνούσε μέσα από φόνο. Επέλεξε να μην ζήσει, όπως η μητέρα της, με τον φόβο ούτε να εγκαταλείψει το μέρος που αγαπούσε. Επέλεξε το θήραμα να είναι αυτό που θα σκοτώσει τον κυνηγό του.
Τα περί αυτοδικίας σηκώνουν πάντα μεγάλη κουβέντα, όμως, η Κάια απαντάει πως «δεν πιστεύω ότι η φύση έχει σκοτεινή πλευρά. Πιστεύω ότι βρίσκει ευρηματικές λύσεις, για να αντέξει».
Η ταινία αυτή περιγράφει ανάγλυφα τις παθογένειες μιας κοινωνίας βαθιά άρρωστης, βαθιά νοσηρής. Είναι αποκαλυπτικός ο τρόπος που η κοινωνία συνασπίζεται απέναντι στον μικρό και τον αδύναμο, απέναντι στο διαφορετικό, αλλά και το πώς αυτό το διαφορετικό το περιθωριοποιεί, αν δεν μπορεί να το αφανίσει ή να το αφομοιώσει.
Συνήθως η «διαφορετικότητα» σε έναν άνθρωπο, η διαφορετική καθημερινότητα που έχει επιλέξει να ζει κάποιος αντανακλά όλες τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τα απωθημένα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτό η κοινωνία δεν μπορεί να το συγχωρέσει ποτέ στο διαφορετικό, διότι δείχνει πως αυτό που εκείνοι δεν έκαναν ποτέ, γιατί συμβιβάστηκαν ή φοβήθηκαν, υπήρχε κάποιος που το τόλμησε και τα κατάφερε. Αν επιτύχει ο διαφορετικός, τότε το καθιερωμένο κοινωνικό μοντέλο δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης. Το ζήτημα για την κοινωνία είναι αμιγώς υπαρξιακό και για αυτό επιτίθεται με μένος σε ό,τι αλλιώτικο.
Είναι, πράγματι, να απορεί κανείς για το πώς ορισμένοι υπερηφανεύονται για το γεγονός πως έχουν «επιτύχει» επιλέγοντας να ικανοποιήσουν τις ανάγκες και τις απαιτήσεις μιας κοινωνίας απάνθρωπης και άδικης. Είναι, ενδεχομένως, οι άνθρωποι που φοβήθηκαν να σκεφτούν κάτι άλλο, για να μην συνθλίψουν το αφήγημα που διαμόρφωσε τη ζωή τους και άρα την ίδια τους τη ζωή.
Σε μια κοινωνία ανελεύθερη είναι επανάσταση να προσπαθείς να ζήσεις ελεύθερα. Σε μια κοινωνία καταπιεσμένη είναι επανάσταση να ζεις χωρίς καταπίεση. Σε μια κοινωνία συμβιβασμένη είναι επανάσταση να διεκδικείς και να ονειρεύεσαι, ενώ θα έπρεπε να είναι το αυτονόητο.
Η μάχη με το αυτονόητο, όμως, έχει χαθεί προ πολλού και η κοινωνία θα αγωνιστεί μέχρι εξαΰλωσης της εναλλακτικής θέασης των πραγμάτων. Η κατάσταση είναι βεβαίως πολλαπλασιαστικά δυσκολότερη, όταν αυτό που ζητά το διαφορετικό είναι γυναίκα.
Παρόλα αυτά, αν πραγματικά το πιστεύεις, μπορείς να το πετύχεις. Το ερώτημα είναι: Αντέχεις;
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου