Σκέψεις CultArt: ...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς - Χρόνης Μίσσιος
Ο Χρόνης Μίσσιος στο πρώτο βιβλίο που γράφει με τον ιδιαίτερο, μα άμεσο τίτλο «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» κερδίζει τον αναγνώστη με το καλημέρα. Ο ιδιαίτερος, μα τόσο άμεσος και μεστός λόγος του, γεμάτος εικόνες και συναισθήματα σε οδηγεί σε ένα ταξίδι, όπου αδυνατείς να το σταματήσεις πριν αυτό τελειώσει.
Αν και οι εικόνες είναι σκοτεινές, καθώς πρόκειται, επί της ουσίας, για ένα βιβλίο-μαρτυρία, ένα βιβλίο-ημερολόγιο, όπου ο Χρόνης αφηγείται πολλά από αυτά που πέρασε στις φυλακές και τις εξορίες που τον έστελνε ένας αδίστακτος και αδυσώπητος κρατικός μηχανισμός, του οποίου κύριο γνώρισμα είναι η μισαλλοδοξία, είναι ένα βιβλίο αποκαλυπτικό, από εκείνα τα βιβλία που σε κάνουν, τελικά, να εκτιμάς την κάθε στιγμή της εφήμερης ζωής σου.
Η αφήγησή του ξεκινά από τις φυλακές της Κέρκυρας, όντας μόλις 16 χρονών, όπου κρατείται αμέσως μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ έχει ξεκινήσει ήδη ο εμφύλιος πόλεμος. Ο λόγος; Επειδή είναι αριστερός, επειδή είναι κομμουνιστής, επειδή η Ελλάδα, όπως αποφασίστηκε σε μια χαρτοπετσέτα, θα ήταν μέρος της Δυτικής Συμμαχίας, των Βρετανών και των Αμερικάνων και όχι των Σοβιετικών. Για αυτόν τον λόγο ο Χρόνης βρέθηκε στις φυλακές, διότι το κράτος που αποφασίστηκε να δημιουργηθεί μεταπολεμικά έπρεπε να είναι ένα κράτος αντικομμουνιστικό. Τι και αν πολλοί από αυτούς που δημιούργησαν το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος ήταν συνεργάτες των Ναζί πιο πριν, τι σημασία είχε; Στον βωμό των συμφερόντων η Δύση έχει μάθει να παραβλέπει ό,τι δεν τη συμφέρει. Γιατί το ίδιο δεν έγινε και με τον Φράνκο στην Ισπανία; Έναν δικτάτορα φίλο των Ναζί και των Φασιστών του Μουσολίνι που με την πρώτη ευκαιρία η Δύση αγκάλιασε σαν να μην τρέχει τίποτα. Πάνω σε τέτοιες συμπεριφορές δεν οικοδομήθηκε, τελικά, ο μεταπολεμικός Δυτικός Κόσμος;
Είναι τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά της Δύσης και του κάθε μηχανισμού που ασκεί εξουσία, όπου στον βωμό των συμφερόντων και της ίδιας της εξουσίας, συνθλίβονται ζωές σαν αυτή του Χρόνη ή του συνομιλητή του στο βιβλίο, που έχει σκοτωθεί και μάλιστα από νωρίς.
Από τις φυλακές της Κέρκυρας, λοιπόν, ξεκινά η αφήγηση και μας πηγαίνει Γεντί Κουλέ, Αβέρωφ, Αίγινα, Γυάρο, Αλικαρνασσό, Μακρόνησο και Άι Στράτη. «Σαν κότες από κοτέτσι σε κοτέτσι» τους μεταφέρουν, όπως λέει.
Θα μπορούσε κανείς να γράφει βιβλία ολόκληρα για τα συναισθήματα και τις σκέψεις που γεννά το βιβλίο αυτό. Μα αν μπορούσα να κρατήσω τα κυριότερα αυτά θα ήταν αφενός η αντίδραση του κράτους σε ό,τι στέκεται απέναντι από το ίδιο, σε ό,τι πρεσβεύει μια διαφορετική ιδεολογία από το ίδιο, και αφετέρου τη διάψευση του Χρόνη και των δικών του «πιστεύω», τα οποία κατάντησαν φαύλα, όταν έπρεπε να περάσουν από κομματικά φίλτρα για να μην «ξεφεύγουν» από τη γραμμή της «καθοδήγησης» του κόμματος. Είναι συγκλονιστική η στιγμή που, ενώ ο αναγνώστης σχεδόν βιώνει όλες τις κακουχίες και τα βασανιστήρια μαζί με τον Χρόνη, τελικά ο Χρόνης -εξαιτίας συγκεκριμένων λόγων λειτουργίας του κόμματος- σου παραδέχεται πως ενδεχομένως να ήταν και χειρότερα, αν ήταν αυτοί στην πλευρά των νικητών. Πόση δύναμη και πόσο θάρρος πρέπει να έχει ένας άνθρωπος για να κάνει μια τέτοια δήλωση; Μια δήλωση που διαψεύδει τον ίδιο του τον εαυτό. Μόνο πλούτος είναι αυτοί οι άνθρωποι και ευτυχώς που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι σαν τον Χρόνη που ζουν ή έζησαν ανάμεσά μας δίνοντας μας ελπίδα πως μπορεί και να μην είναι όλα μαύρα τελικά, όχι όσο υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι.
Αναφορικά με τον ρόλο και τη λειτουργία που έχει το κράτος στη ζωή μας το βιβλίο αυτό είναι αποκαλυπτικό. Βλέπεις ένα κράτος-δολοφόνο ψυχών και σωμάτων, ένα κράτος που θέλει να τσακίσει ό,τι διαφορετικό. Βλέπεις ένα κράτος -και αυτό είναι το πιο λυπηρό- το οποίο σε όλα αυτά τα βασανιστήρια που προβαίνει έχει συνένοχό του μια κοινωνία σιωπηλή, η οποία σκύβει το κεφάλι από φόβο μπροστά στη βία που το κράτος προκαλεί. Στο βιβλίο του Χρόνη γίνονται έκδηλα όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν το κράτος έναν θεσμοθετημένο δολοφόνο! Το γεγονός δε ότι είναι θεσμοθετημένο δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση, ματαίωση αλλά και απέχθεια στη ζωή που, τελικά, έχουμε επιλέξει να ανεχόμαστε.
Είναι πραγματικά αδιανόητο το τι μπορεί να σκεφτεί ένας άνθρωπος για να προκαλέσει ψυχικό και σωματικό πόνο σε έναν άνθρωπο που ούτε καν γνωρίζει μόνο και μόνο, διότι ξέρει πως έχει αντίθετες απόψεις που -νομίζει ότι- έχει ο ίδιος. Μακάρι όλη αυτήν την οξυδέρκεια που σπατάλησαν για εφεύρουν βασανιστήρια να την είχαν επενδύσει για να κάνουν το κράτος αρωγό της ζωής των πολιτών του.
Και όλες αυτές οι πράξεις, όλα αυτά τα βασανιστήρια του κράτους, γίνονται με έναν μανδύα νομιμότητας. Τα «καλά» γρανάζια του συστήματος «συμμορφώνουν» τους «κακούς» που αντιδρούν σε αυτό το φαύλο και διεφθαρμένο σύστημα. Το γεγονός πως αυτοί οι «κακοί» είναι που πάλεψαν με το ναζιστικό τέρας και αντιστάθηκαν γιατί ήθελαν μια ελεύθερη πατρίδα, ενώ οι «καλοί» ήταν, πολλές φορές, συνεργάτες των ναζί και ευνοϊκά διακείμενοι σε αυτούς είναι μάλλον αδιάφορο για αυτούς που αποφάσισαν το καθεστώς με το οποίο θα προχωρήσει η Ελλάδα μεταπολεμικά. Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο! Πάνω σε αυτήν την υποκρισία δομήσαμε -ηθελημένα ή μη- όλοι μας τις ζωές μας μετά. Τρομακτικό!
Σχετικά, τώρα, με τη διάψευση ακόμα και των ιδεών που ήταν απέναντι σε αυτό το έκτρωμα που ονομάζεται κράτος, αυτό και αν είναι απογοητευτικό! Δηλαδή, όταν φτάνει η στιγμή που συνειδητοποιείς πως ακόμα και αυτό που παριστάνει το αντίθετο (κομμουνισμός) από αυτό που σε μισεί (δηλαδή το κράτος), είναι τελικά ο καλύτερος κρατικός χορηγός και χάρη στο ίδιο το κράτος μπορεί και επιβιώνει. Είναι λυπηρό να βλέπεις, μέσα από το βιβλίο του Χρόνη, πως ακόμα και οι πιο ανθρώπινες ιδέες καταλήγουν στο αντίθετό τους, όταν έχουν ως στόχο τους την εξουσία. Επί της ουσίας, αυτό που μας λέει ο Χρόνης είναι ότι, αν θέλεις να μείνεις ακέραιος και να παραμείνεις πιστός στον ρομαντισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, τότε μην ασχοληθείς με την εξουσία, διότι η εξουσία παίρνει μια ιδέα αγνή, ανθρώπινη και τη διαστρέφει, την τσακίζει, τη διαλύει και καταλήγει η ιδέα αυτή, όταν γίνεται πράξη, να γίνει το αντίθετό της.
Η λύση; «Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και μάζες αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για τον μαστρο – Στέφανο, τότε μονάχα οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση “εκατό χιλιάδες νεκροί” ή “βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια.”»
Αν, τελικά, προτείνει κάτι ο Χρόνης, τότε αυτό είναι επανάσταση δίχως βία, δίχως εξουσία. Η επανάσταση είναι η διαφορετικότητα και η δυνατότητα να εκφράζεις αυτό που είσαι «εν λευκώ»!
«Θυμάμαι πόσο βαθιά πληγώθηκα όταν, ύστερα από κάποιους μήνες στην ασφάλεια, με πετάξανε σ’ ένα τζιπ, δεμένον με χειροπέδες παρόλο που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, περπάταγα με τα τέσσερα, με φορτώνουν, που λες, σ’ ένα τζιπ για το Γεντί Κουλέ. Ήξερα ότι πάω για θάνατο, μου το ’χαν πει σ’ όλους τους τόνους στην ασφάλεια. Ήταν Σάββατο απόγευμα, καλοκαίρι. Θα ’χε μπει για τα καλά ο Ιούλιος. Περνάγαμε απ’ το Βαρδάρι, είχαν σκολάσει τα μαγαζιά, ο κόσμος μυρμήγκιαζε στους δρόμους, φορτωμένος ψώνια. Ακούμπησα τα χέρια μου με τις χειροπέδες στο παραπέτο του τζιπ, μια ματιά, μια ματιά…
Ο ένας απ’ τους χαφιέδες με κατάλαβε. Βλέπεις, ρε μαλάκα; ποιός νοιάζεται για σένα; λες ότι πας να πεθάνεις γι’ αυτούς˙ ποιός σε ξέρει; τους βλέπεις; κάνουν τα ψώνια τους, θα πάνε σπίτι τους, αύριο στα βαποράκια, Περαία, Μπαξέ, Αρετσού, θάλασσα, παιχνίδι, κορίτσια, ποιός νοιάζεται για σένα, μαλάκα; Πας για εκτέλεση, κι είσαι μονάχα δεκάξι χρονών… Ένιωσα τέτοια απελπισία, τόση δυστυχία, ώστε μόλις αντάμωσα τους άλλους στη φυλακή, έβαλα τα κλάματα. Ε, έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ, για να καταλάβω πόσο μοναδικός και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη. Διάβασα κάπου πως σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μέσα στα τόσα εκατομμύρια, δεν υπάρχουν δύο αγόρια ή δύο κορίτσια όμοια σαν δυο σταγόνες νερό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους επαναστάτες. Ο καθένας κουβαλάει στη συμμετοχή τα δικά του όνειρα, τις δικές του αγάπες, τον δικό του εαυτό, το δικό του «μπορώ».
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου