Μέρη του Κόσμου: Σούνιο
Δεν ξέρω αν ήταν η στιγμή, η ανάγκη μου για οξυγόνο ή ο λαμπερός ήλιος που μου έδωσε ενέργεια να σηκωθώ και να φύγω, χωρίς να ξέρω, όμως, το που πήγαινα. Ταξίδι χωρίς προορισμό, λοιπόν. Εκεί με οδήγησε η στιγμή, η ανάγκη για οξυγόνο και ο ήλιος.
Βγαίνοντας έξω από το σπίτι το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν μια βάρβαρη μυρωδιά να μου τρυπάει τα ρουθούνια. Η μυρωδιά αυτή πήγε να διαλύσει στη στιγμή όλους εκείνους τους λόγους για τους οποίους ξεκίνησα αυτήν την εκδρομή. Σαν ένα νέφος πάνω από την πόλη, αλλά και πάνω από κάθε «Ορθόδοξη» χώρα υπήρχε η βάρβαρη μυρωδιά από αρνί στη σούβλα. Κατάλαβα, λοιπόν, πως τύχαινε να είναι πάσχα.
Η βαρβαρότητα δεν σε αφήνει ούτε να ξεχαστείς. Μιλάω για τη βαρβαρότητα που έχουμε κανονικοποιήσει και που, όλως παραδόξως, μας φαίνεται «φυσιολογική». Αυτή, λοιπόν, η μυρωδιά -αλλά και η σφαγή ζώων που προηγήθηκε- ήταν απόλυτα «φυσιολογική». Άλλα πράγματα είναι «ανώμαλα» για τους χριστιανούς.
Είπα, όμως, να μην πτοηθώ. Είπα να παραβλέψω τη βία της ημέρας που προσπαθούσε να μου επιβληθεί και να συνεχίσω το ταξίδι μου. Στην πορεία, έχοντας τον γαλανό ουρανό από πάνω μου και τον λαμπερό ήλιο μπροστά και μέσα μου, αποφάσισα πως μόνο κοντά στη θάλασσα ήθελα να βρεθώ εκείνη τη στιγμή.
Άρχισε το αυτοκίνητο να διασχίζει παράκτιους δρόμους και το πρόσωπό μου να νιώθει πάνω του την αλμύρα και την υγρασία του θαλασσινού νερού. Η θάλασσα καθρεφτιζόταν στα μάτια μου και ίσως τα μάτια μου να καθρεφτίζονταν σε κάποιο σημείο του γαλανού θαλασσινού νερού του Αργοσαρωνικού.
Ο ήλιος κόντεψε να μεσουρανήσει, όταν τυχαία βρέθηκα στον σκληρό, ντυμένο με μεσογειακή βλάστηση, αττικό βράχο. Είχα φτάσει στο Σούνιο -μάλλον τυχαία. Το γαλάζιο του ουρανού «έσπαγαν» κάποια όμορφα μικρά και λευκά συννεφάκια, μέσα στα οποία μπλέκονταν οι αχτίδες του ήλιου και δημιουργούσαν στεφάνια φωτός εδώ και εκεί στον ουρανό και τη θάλασσα. Όμορφα ήταν. Η θάλασσα, σαν κεντημένη από πετράδια, λαμπύριζε στο παίξιμο του ήλιου με το νερό, τα σύννεφα, τον ουρανό και τον αττικό βράχο.
Περπάτησα πάνω στο χωμάτινο δρομάκι που γέμιζε ευχάριστα τα λευκά μου παπούτσια με σκόνη από χώμα. Καμιά φορά η άκρη του παπουτσιού μου έβρισκε σε πιο σκληρές πέτρες και εγώ, απορροφημένος από την ομορφιά και τη γαλήνη της φύσης και του ναού, σκόνταφτα ελαφρώς. Στην προσπάθειά μου να διατηρήσω την ισορροπία μου επανερχόμουν λίγο στην «πραγματικότητα» πριν χαθώ πάλι στην αρμονία που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια του καθενός, όμως, που σχεδόν κανείς δεν έβλεπε τυφλωμένος από τον νοητό κόσμο της βαρβαρότητας που κατέκλυζε τη σκέψη.
Πήγα άκρη-άκρη σε ένα βραχάκι και χάζευα το κυματάκι που έσκαγε γαλήνια πάνω στον αττικό βράχο, όταν, κάποια στιγμή, άκουσα έναν παράξενο ήχο δίπλα μου. Κοίταξα με απορία στα αριστερά μου και είδα σε απόσταση μισού μέτρου από το αριστερό μου πόδι μια ορεινή πέρδικα, χωμένη μέσα στο χώμα και καλυμμένη από σκόνη, να φτερουγίζει έτοιμη για να πετάξει. Ήταν τόσο καλά κρυμμένη στο χώμα που εγώ, αν και δίπλα της, δεν είχα πάρει χαμπάρι πως βρισκόταν εκεί και ενδεχομένως κοιμόταν. Βέβαια, χάρηκα που και εγώ, από ό,τι φαίνεται, δεν την ενόχλησα, καθώς είχα σταθεί για αρκετή ώρα δίπλα της χαζεύοντας το κύμα και αυτή δεν είχε αντιδράσει. Εναρμονιζόταν, μάλλον, η γαλήνη που είχαμε και εγώ και η ορεινή πέρδικα μέσα μας, με τη γαλήνη και την αρμονία που ξεδιπλωνόταν μπροστά μας. Αυτό θα πει αρμονία: Τίποτα να μην είναι σε θέση να ενοχλεί κάτι. Αρμονία είναι να μη λείπει ούτε να περισσεύει τίποτα.
Η ορεινή πέρδικα από πάνω ήταν γκρι με αποχρώσεις του μπεζ, ενώ κάτω από τον λαιμό, στο σημείο όπου φούσκωνε από περηφάνια, ήταν λευκή με μαύρες λεπτομέρειες. Το ράμφος, γαμψό, είχε μια ενδιαφέρουσα φούξια απόχρωση. Πριν προλάβω, όμως, να την παρατηρήσω περισσότερο, αυτή σηκώθηκε και με ένα φτερούγισμα βρέθηκε να αγκαλιάζει τον γαλανό ουρανό πετώντας πάνω από το θαλασσινό νερό που ένιωθα να δροσίζει το φτέρωμά της.
Ζήλεψα την ελευθερία της, ομολογώ, θα ήθελα να έχω την επιλογή να αγκαλιάζω τον ουρανό και τα πόδια μου να μην πατάνε στο χώμα. Μα σιωπηλά συμβιβάστηκα με το να βλέπω την ελευθερία της ορεινής πέρδικας και μέσα από αυτήν να ελευθερώνομαι και εγώ από τα δεσμά του νοητού κόσμου που μας επιβάλλουν κατασκευασμένα στο μυαλό μας.
Το βλέμμα μου ακολούθησε την πέρδικα μέχρι εκεί που μπορούσε. Χάρηκα πολύ που χάζευα την πέρδικα να πετάει -ξέρω πως σαν πουλί σπάνια το συνηθίζει. Ύστερα, το βλέμμα μου αγκιστρώθηκε στον ναό του Ποσειδώνα. Τι όμορφοι που ήταν οι λευκοί κίονες του ναού με φόντο τον γαλανό ουρανό, αλλά και τα λευκά συννεφάκια που, σαν κάποιος να το είχε σχεδιάσει, πήγαιναν ασορτί με τον ναό.
Ο ήλιος άρχιζε σιγά-σιγά να δύει, ενώ ο ναός στεκόταν ακόμη εκεί, αμετακίνητος, για 2,5 χιλιετίες να συμπληρώνει το αρχαίο τρίγωνο που καθρεφτιζόταν στους αστερισμούς του ουρανού κάθε βράδυ. Ο ναός του Ποσειδώνα μαζί με τον Παρθενώνα και τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα, συμπλήρωναν το μαγικό τρίγωνο, που αποκρυστάλλωνε την ιερότητα της αρμονίας επί Γης, όπως οι αστερισμοί την αποκρυστάλλωναν στον ουρανό.
Μπλέκονταν, τώρα, αποχρώσεις του πορτοκαλί, του κόκκινου, του μοβ και του φούξια ανάμεσα στους κίονες του ναού προκαλώντας μια φαντασμαγορία. Το αεράκι, που έκανε το κύμα να χτυπά τον βράχο, χάιδεψε το πρόσωπό μου και μια απαλή δροσιά απλώθηκε στο κορμί και την ψυχή μου.
Πήρα και εγώ, όπως και ο ήλιος λίγο νωρίτερα, τον δρόμο του γυρισμού. Η πόλη είχε ανάψει τα φώτα της και μου έκρυβε τα άστρα του καθαρού ουρανού. Εγώ, όμως, έκλεινα τα μάτια μου και τα έβλεπα εκεί να στραφταλίζουν. Είχε αρκετή κίνηση. Οι άνθρωποι έκαναν το χρέος τους προς τιμήν της βαρβαρότητας. Έσφαξαν, σούβλισαν και έφαγαν το ζώο. Τώρα γύριζαν χαρούμενοι πίσω, καθώς είχαν και φέτος τηρήσει την «παράδοση». Στενοχωριέμαι που ποτέ δεν αναρωτήθηκαν τι είδους παράδοση είναι αυτή που κανονικοποιεί τη βαρβαρότητα. Τυφλωμένοι από την παράδοση και τη συνήθεια η κοινωνία βαδίζει χαρούμενη στη βαρβαρότητα. Αυτό για μένα είναι το πάσχα.
Γύρισα σπίτι, ενώ την ίδια ώρα ο ήλιος βουτούσε κάπου στο Ιόνιο Πέλαγος. Η μυρωδιά δεν υπήρχε πια διάχυτη σε όλη την ατμόσφαιρα. «Αν ο κόσμος είναι ένα εκκρεμές» σκέφτηκα «τότε η Φύση είναι το ένα άκρο του και ο ‘Πολιτισμός’ το άλλο. Η Φύση ορίζει την Αρμονία και ο ‘Πολιτισμός’ τη Βαρβαρότητα. Ο καθένας επιλέγει αν θέλει να βρίσκεται στο ένα άκρο ή στο άλλο ή αν απλά θέλει αέναα να αιωρείται πέρα-δώθε μεταξύ των άκρων». Εγώ, πάντως, εκείνη τη μέρα, τη μέρα που τύχαινε να είναι πάσχα, έτυχε να πάω στο Σούνιο.
Επιμέλεια κειμένου: Βάσω Τσακάλου