Η Έσχατη Στιγμή της Ανθρωπότητας
Του Μηνά Στραβοπόδη
Παγωμένος αέρας. Κρύο. Τα σύννεφα, μαύρα, είχαν κατέβει πολύ χαμηλά, σχεδόν ακουμπούσαν αυτόν εδώ τον τόπο, που πατούσα. Η ασχήμια τής φύσης, μα και η στενοχώρια, που ερχόταν σαν φυσικό επακόλουθο αυτού του «σκηνικού», ταίριαζαν απόλυτα με την ιστορία τού τόπου. Το κρύο, τσουχτερό, τρύπαγε με μανία τα υφάσματα που περιβάλανε το ανθρώπινο σώμα μου και που τ’ αποκαλούσα από συνήθεια «ρούχα». Μια σκούρα γκρι καπαρντίνα, ένα σκούρο γκρι κασκόλ, με μαύρες λεπτομέρειες, ένα κατάμαυρο ζιβάγκο και ένα ισοθερμικό, αποδείχθηκαν πως δεν ήταν ούτε αρκετά, ούτε ικανά για να νικήσουν το κρύο αυτού εδώ του, ξεχασμένου από τον θεό, τόπου.
Πέρασα αργά την πύλη τού καταραμένου κτηρίου, που οδηγούσε στην επίγεια κόλαση. Δεν υπήρχε ήχος. Καμία φασαρία, καμία κίνηση, κανένα ίχνος ζωής. Και πώς να υπάρχει άλλωστε; Ο μόνος ήχος που ακουγόταν, πότε-πότε, ήταν ο ήχος από τα μαύρα μποτάκια μου την ώρα που ερχόντουσαν σε επαφή με αυτό το γεμάτο μνήμες από τρόμο, πόνο και μαρτύριο παγωμένο χώμα. Ο ήχος από τα παπούτσια μου γινόταν όλο και πιο ενοχλητικός, όλο και πιο τρομακτικός, καθώς προχωρούσα και άφηνα πίσω μου την πύλη.
Η πύλη, παραδόξως, δεν με οδήγησε σε κανένα κτήριο. Αντιθέτως, με οδήγησε σε έναν τεράστιο ανοιχτό χώρο. Μπροστά μου υπήρχε το απόλυτο τίποτα. Μόνο χόρτα, μισοξεραμένα από τον παγετό, και παραδίπλα κάτι ξεχασμένες ράγες να είναι στρωμένες πάνω σε ένα χαλικένιο δρόμο. Οι ξεχασμένες ράγες είχαν δύο διαδρομές. Η πρώτη, πήγαινε όλο ευθεία, στον ανοιχτό και άδειο χώρο που απλωνόταν μπροστά μου, μα δεν μπορούσα να καταλάβω που κατέληγε. Η δεύτερη, ενώ προχώραγε ευθεία και αυτή μέχρι ένα σημείο, μετά έκανε στροφή αριστερά. Ακολούθησα νοητά με τη ματιά μου τη διαδρομή και είδα πως οδηγούσε σε ένα σημείο, πολύ κοντά σε κάποια κατεστραμμένα κτήρια.
Μα δεν ήταν όλα έτσι, δεν ήταν όλα κατεστραμμένα. Κάποια, τα πιο απομακρυσμένα -σε σχέση με το σημείο που στεκόμουν-, βρίσκονταν ακόμη διάσπαρτα μέσα σε αυτόν τον απόκοσμο, ανοιχτό χώρο. Ήταν χτισμένα πρόχειρα με σκέτο τούβλο. Παραλληλόγραμμα κτήρια με σκεπή, όπου στο κέντρο κάθε σκεπής υπήρχε μια καμινάδα, χτισμένη και αυτή από τούβλο. Υπήρχαν και κάποια περιγράμματα κτηρίων, παραλληλόγραμμα κι αυτά, όπου στο κέντρο τους υπήρχε μια γραμμή -κτισμένη από τούβλο, όπως τα περιγράμματα- και στις δύο άκρες της γραμμής υπήρχαν δύο μικρά κτίσματα, σαν καμινάδες έμοιαζαν κι αυτά, καμινάδες όμως που ξεκίναγαν από το έδαφος, όχι τη σκεπή, καθώς δεν υπήρχε κτήριο, μόνο μία μισοτελειωμένη προσπάθεια της κατασκευής του.
Αυτά τα περιγράμματα κτηρίων, δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν γκρεμισμένα ή όχι, πάντως ήταν διαφορετικά σε σχέση με τα κατεστραμμένα κτήρια που προανέφερα. Ο ανοιχτός αυτός χώρος έμοιαζε ατελείωτος, όλα τα κτίσματα γκρεμισμένα ή μη, κτισμένα ή μη, ήταν εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες. Ήταν πάρα πολλά, αμέτρητα. Γύρω-γύρω, ο χώρος αυτός, -ή τουλάχιστον μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει η ματιά μου-, περιβαλλόταν από χοντρό συρματόπλεγμα, που στεκόταν εκεί για περίπου οχτώ δεκαετίες πάντα έτοιμο να τρυπήσει αθώες, ανθρώπινες σάρκες. Ήμουν σίγουρος πως αν προσέγγιζα το συρματόπλεγμα αυτό περιμετρικά, ήμουν σίγουρος πως θα έβρισκα ίχνη από αίμα -αν δεν είχε περάσει τόσος πολύς καιρός ίσως να έβρισκα και ίχνη σαπισμένης, μα πάντα αθώας, σάρκας. Μόνο οι αθώες σάρκες, οι αθώες ψυχές, ήταν ο στόχος.
Περπάτησα δειλά και άρχισα να πλησιάζω τα κτήρια, μα παρατήρησα πως δεν μπορούσα να έχω πρόσβαση σε όλα, καθώς κάθε τόσο υπήρχαν συρματοπλέγματα που χώριζαν και τα ίδια τα κτίσματα το ένα από το άλλο. Δηλαδή, τα συρματοπλέγματα δεν χώριζαν μόνο το έξω από το μέσα, δεν ήταν μόνο το όριο ελευθερίας και ανελευθερίας· όχι. Τα συρματοπλέγματα αυτά, σε τούτον τον τόπο, κατακερμάτιζαν και την ανελευθερία σε βαθύτερες ανελευθερίες, μόνο και μόνο για να μην ξεχαστεί ποτέ πως όποιος υπήρξε εδώ δεν είχε δικαίωμα ούτε στην ανελευθερία -πόσο μάλλον στην ελευθερία. Λευκές νιφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν απαλά στο ταλαιπωρημένο χώμα, στο πρόσωπό μου, στα ρούχα μου, στο ξερό χορτάρι.
Το ξερό χορτάρι, δεν ήταν τελείως ξερό. Υπήρχαν και πράσινα χορταράκια αναμειγμένα με τα ξερά. Πιο πολύ σαν κρυσταλλωμένα από τον παγετό ήταν τελικά τα χόρτα και αυτό ήταν που κάποια τα ξέραινε. Όλο και πλησίαζα τα κτήρια. Άρχισα να διακρίνω σε ένα από τα πρώτα, το οποίο ήταν κάπως διαφορετικό από τα περισσότερα, άρχισα να διακρίνω κάποιες μαύρες ταμπέλες. Μα μπροστά από αυτό το κάπως διαφορετικό κτήριο, που παραδίπλα απλωνόταν ένας μεγάλος ανοιχτός χώρος, υπήρχε πρώτα μια πινακίδα, ξύλινη, με μια μαύρη νεκροκεφαλή ζωγραφισμένη και από κάτω δύο λέξεις, που ήταν οι ίδιες λέξεις σε άλλη γλώσσα: «HALT!» και «STOJ!». Η πινακίδα αυτή αποτέλεσε την προ-οικονομία αυτού που ακολούθησε.
Η πρώτη μαύρη ταμπέλα, λοιπόν, που υπήρχε πίσω από την πινακίδα, είχε μια φωτογραφία. Πίσω από την ταμπέλα υπήρχε ένα μεγάλος, ανοιχτός, κενός χώρος. Στη φωτογραφία τής ταμπέλας απεικονιζόταν ακριβώς το ίδιο σημείο με αυτό στο οποίο στεκόμουν και το οποίο αντίκριζα. Και κάπου εκεί, ο χρόνος άρχισε να παγώνει. Στη φωτογραφία υπήρχαν εκατοντάδες άνθρωποι σκελετωμένοι, γυμνοί, ταλαιπωρημένοι, βασανισμένοι, απελπισμένοι, τρελαμένοι, φοβισμένοι, ανήμποροι, χαμένοι. Ήταν όλοι τους στοιβαγμένοι μέσα στο κρύο, το χιόνι έπεφτε πάνω στα γυμνά και σκελετωμένα κορμιά τους. Δεν ήταν κορμιά, κόκκαλα ήταν, που είχαν τη μορφή σώματος. Έτρεμαν, ζούσαν και δεν ζούσαν. Σαν ζωντανοί-νεκροί ήταν ή σαν νεκροί-ζωντανοί. Τα μάτια κενά, φαινόταν πως κανείς δεν ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει τη συνθήκη στην οποία βρισκόταν. Μα ούτε και εγώ ήμουν. Είχα μπερδευτεί· αυτό που έβλεπα ήταν τελικά στη φωτογραφία ή συνέβαινε ακριβώς μπροστά στα μάτια μου;
Προχώρησα ταραγμένος παρακάτω -μόλις κατάφερα να πάρω τα μάτια μου από την εικόνα. Υπήρχε και δεύτερη μαύρη ταμπέλα. Πίσω απ’ αυτήν υπήρχε ένα παγκάκι. Πάνω στην ταμπέλα, στη φωτογραφία, υπήρχε το ίδιο παγκάκι με τρία παιδάκια καθισμένα γυμνά, φοβισμένα. Τα κεφάλια τους -όλα ξυρισμένα- ήταν δυσανάλογα μεγάλα σε σχέση με τα μικροσκοπικά σκελετωμένα σώματά τους. Στο παγκάκι, τα παιδάκια αυτά ήταν αγκαλιασμένα, φαινόντουσαν σαν να μην καταλάβαιναν κι αυτά.
Προχώρησα λίγο ακόμη· κι άλλη μαύρη ταμπέλα και μια φωτογραφία σ’ αυτή. Πίσω από την ταμπέλα ένα μικρό κτήριο, ξύλινο, με τρία σημεία να εξέχουν. Πάνω στην ταμπέλα, το ίδιο ξύλινο κτήριο με τα ίδια τρία σημεία να εξέχουν, μα αυτή τη φορά, τα σημεία αυτά είχαν και τρεις θηλιές από καραβόσκοινο δεμένες κι έτοιμες. Μέσα στις θηλιές υπήρχαν τα ίδια τρία αθώα παιδικά κεφάλια. Κάτω από τις θηλιές κρεμόντουσαν, κενά πλέον, τα σκελετωμένα σωματάκια τους. Κενά τα μάτια, κενά τα σώματα, γεμάτες οι θηλιές. Δεν βάσταξα άλλο. Καυτά δάκρυα άρχισαν να τρέχουν, ενώ παρατηρούσα στο ίδιο σημείο, ογδόντα χρόνια μετά, το ίδιο κτήριο που είχε διαπραχθεί το έγκλημα που είδα στη φωτογραφία -και πόσα άλλα που δεν μπορούσα ούτε να φανταστώ.
Το κορμί μου άρχισε να μην υποφέρει την ψυχή μου, άρχισε να μην υποφέρει τον κόσμο, άρχισε να μην υποφέρει τα χώματα που πατούσα, το συννεφιασμένο ουρανό που είχε κατέβει χαμηλά, έτοιμος να με κατασπαράξει απλώνοντας τα μαύρα σύννεφα σε όλο το μήκος και το πλάτος τής επικράτειας. Μα, υπήρχε άλλη μία μαύρη ταμπέλα λίγο πιο ‘κει. Ακριβώς μπροστά από τη μαύρη ταμπέλα, ήταν το σημείο, όπου τελείωνε η μία διαδρομή από τις ξεχασμένες -πλέον- ράγες. Στο σημείο όπου τελείωναν οι ράγες υπήρχε ένα μεγάλο βαγόνι, ξύλινο, ανοιχτό από πάνω -με καρότσα έμοιαζε.
Πλησίασα περισσότερο, μέχρι που μπόρεσα και είδα τη φωτογραφία. Στη φωτογραφία υπήρχε το ίδιο βαγόνι, στο ίδιο σημείο. Μόνο που στη φωτογραφία το βαγόνι ήταν γεμάτο μέχρι πάνω με κόκκαλα. Όχι, όχι, δεν ήταν κόκκαλα, άνθρωποι νεκροί ήταν, μα σκελετωμένοι. Εκατοντάδες άνθρωποι κείτονταν στοιβαγμένοι μέσα στο άθλιο αυτό βαγόνι, νεκροί. Όλοι τους νεκροί, χωρίς κανείς τους να γνωρίζει το «γιατί». Το μόνο που γνώριζαν ήταν πως αυτοί γεννήθηκαν σε ένα συγκεκριμένο τόπο μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο της ιστορίας της ανθρωπότητας, όπου το δικαίωμα στη ζωή ήταν απαγορευμένο. Ξεχείλιζε το βαγόνι αυτό από τους φόβους και τις ελπίδες των απλών και καθημερινών αυτών ανθρώπων. Σε αυτό το άθλιο βαγόνι γεμάτο αθώες ψυχές χάθηκε η ελπίδα των ανθρώπων αυτών, μα και η ελπίδα ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Χαμένος ένοιωθα. Ένας κόμπος στο στομάχι δυσκόλευε την αναπνοή μου. Το χιόνι να συνεχίζει να πέφτει, ο παγωμένος αέρας να εντείνει το κρύο και το πρόσωπό μου να καίγεται, να καίγεται από το κρύο και τα καυτά μου δάκρυα. Ζαλισμένος καθώς ήμουν προσπάθησα να κάνω μεταβολή, να φύγω, μα γυρνώντας έπεσα με φόρα πάνω σε κάτι που είμαι σίγουρος πως δεν υπήρχε εκεί λίγο πριν. Η φόρα που είχα σε συνδυασμό με την πρόσκρουση με το άγνωστο αντικείμενο με έκαναν να πέσω με πάταγο στο παγωμένο χώμα. Ανακάθισα και σήκωσα το κεφάλι μου για να δω τί ήταν αυτό το άγνωστο αντικείμενο. Ήταν ένα άσπρο, ξύλινο φέρετρο. Ανατρίχιασα. Σηκώθηκα με κόπο όρθιος για να δω αν ήταν ανοιχτό ή όχι. Ήταν κλειστό. Επάνω με χρυσά γράμματα έγραφε: «Those who do not remember the past are condemned to repeat it» και από κάτω χαραγμένη με ελληνικά γράμματα η φράση: «Το μήνυμά μου για την ανθρωπότητα».
Μα, πριν προλάβω καλά-καλά να διαβάσω και τους ελληνικούς χαρακτήρες, κάποιος μέσα από το φέρετρο έσπρωξε με δύναμη το πάνω μέρος του και αυτό έπεσε με δύναμη στο χώμα. Πριν προλάβω να σκεφτώ και σε απόσταση αναπνοής από εμένα, σηκώθηκε μέσα από το φέρετρο ένα κοριτσάκι, δεν πρέπει να ήταν πάνω από δώδεκα ετών, με κεφάλι ξυρισμένο, μα είχαν αρχίσει να φαίνονται πάλι τα ξανθά μαλλάκια της, ρούχα βρώμικα μέσα στο αίμα και τη λάσπη, και δύο μπλε, καταγάλανα ματάκια να με κοιτάζουν γεμάτα τρόμο. Κι έτσι, καθώς αναδυόταν μέσα από το φέρετρο, μια κραυγή, μια κραυγή απόκοσμη έσκισε με βία την ησυχία που επικρατούσε μέχρι εκείνη την ώρα. Το χώμα ράγισε, ο ουρανός κόπηκε στη μέση κι εγώ ανήμπορος ένιωσα την ψυχή μου να συνθλίβεται και το σώμα μου να καταρρέει.
Το κρύο είχε διεισδύσει μέχρι και το μεδούλι μου όταν συνήλθα. Βρισκόμουν στο ίδιο σημείο. Μα τώρα, αντί για το λευκό φέρετρο, στη θέση του υπήρχε ένα κλαδάκι με πράσινα φυλλαράκια και λευκά άνθη. Πλησίασα και το μύρισα, ήταν ένα κλαδάκι από γιασεμί που είχε καταφέρει να βγει στον ουρανό, έστω και αν αυτός ήταν μαύρος. Μα τί γλύκα που είχε η μυρωδιά του! Το γιασεμί αυτό, ήταν τόσο αντίθετο με τον τόπο και την ιστορία αυτού του μέρους. Δεν είχε καμία σχέση με την έσχατη στιγμή της ανθρωπότητας που χώραγε μέσα σε ένα κομμάτι γης. Το γιασεμί αυτό δεν είχε καμία σχέση με το στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς, στου οποίου το παγωμένο χώμα κειτόμουν ακόμη· μα συνέχιζε να υπάρχει.
Επιμέλεια κειμένου: Φιλολογικός Όμιλος Ελλάδος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο 25ο τεύχος του Λογοτεχνικού Δελτίου του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος.